Εκείνα τα μάτια…
Σαν με το κάρβουνο ζωγραφισμένα
από ζωγράφου άγνωστου το χέρι…
Το χέρι, τόσο μικρό κι ας μου ζητούσε
να χωρέσει όλου του κόσμου την ελπίδα
στην παλάμη του…
Στην παλάμη που ικέτιδα γινόταν
μα ήταν κι ανήμπορη να κλείσει μέσα της
μια υπόσχεση…
Και, ποια υπόσχεση θα ήταν αυτή
που θα τρυπούσε τον καμβά, τον ξεφτισμένο,
αναλαμπή να γίνει στα μάτια…
Σ’ εκείνα τα μάτια που, σαν από κάρβουνο
ζωγραφισμένα, σ’ άτεχνο πορτρέτο,
στον καθρέφτη τους αντανακλούσαν
ένα φως…
Το φως των φαναριών…