Η άβουλη παρουσία μου, στο άχρωμο, αυθαίρετο δώμα της ταράτσας,
διέκοψε, ανεξήγητα, την δίχως προορισμό, βουβή πτήση του μαύρου γλάρου.
Γύρω, στήσαν ιπτάμενο χορό, κόκινα χελιδόνια,
σαν πολεμικό τελετουργικό, πυγμαίων στρατιωτών,
πριν ξεκινήσουν για την μάχη, στα δύσβατα ρουμάνια,
της χωρίς όρια πατρίδας.
Εκείνης της πατρίδας, που είχε σαν στόχο του,
το ανιαρό ταξίδι των γέρων πελαργών.
Απέναντι, ακίνητος εγώ,
με την καρδιά μου ανοιχτή πληγή,
να προσπαθώ, ασταθής,
να τερματίσω την πυώδη διαροή