Η άμαξα
Μια άμαξα μου κίνησε την περιέργεια
ήτανε χρυσή με ρόδα ζαφειρένια
κι αν ήτανε λαμπρή εγώ την έβλεπα 'χυρένια.
στα δωμάτια της πλούσιοι ευγενικοί
πίνανε κρασί χορεύαν και γελούσαν
σε πόλη φτωχική ξημερώματα γυρνούσαν.
για λίγο το μυαλό τους ζούλεψε
μα μες τη κρύα σιγαλιά
εν' άλογο μου 'γνεψέ και πήγα πιο κοντά.
νεαρέ μου 'πε μην σκιάζεσαι
και βρες καμιά δουλειά
εγώ σαράντα χρόνια κάλπαζα την αμαξοτροχιά.
με καμουτσίκι με ετάιζαν
για να σέρνω τα όνειρα τους
τόσο τους στοιχίζανε όσο η άμαξα τους.
(ήτανε χαράματα καλοκαίρι στο φανάρι δίπλα μια φεράρι...)