Άδεια
Τα δέντρα σχεδόν άδεια
Σχεδόν νεκρά απ’ του Νοέμβρη τα σημάδια
Στέκουν αμίλητα στον πόνο, στο χειμώνα
κι εγώ τα μάτια σου ζητώ, δίνω αγώνα
Σήμαντρα
Τα θέλω σου τα ασήμαντα
Σχεδόν τα ζω, εδώ στην πλάτη αυτού του γίγαντα
Στη ράχη του έρωτα αν φτάσεις θα με νοιώσεις
και τότε ίσως το ένα χέρι σου να απλώσεις
Ως τότε μόνος
Και η απουσία, φόνος
Κομψή ρυτίδα που τη σκάβει ο χρόνος
Άκοπο φρούτο που μαραίνει στο δείλι
το σ’ αγαπώ μου δε θα φτάσει στα χείλη