Ας μου επιτραπεί να κάνω μια μικρή εισαγωγή για αυτό που θα διαβάσουν τα δύστυχα μάτια σας. Πρόκειται μια δειλή απόπειρα συγγραφής μιας σύγχρονης σεστίνας (ποίημα με ιταλικές αναγεννησιακές ρίμες, χρησιμοποιήθηκε στα πετραρχικά του 16ου αιώνα), που έχει εσωτερικές ρίμες. Έχει μέτρο,κάπως ιδιόρρυθμο, αλλά είμαι α-ειδήμων πώς να το κάνουμε...
Αν θέλετε διαβάστε το και στις αριστερές του πλευρές και στις δεξιές ξεχωριστά, βγάζει νόημα.
Ταπεινά σας ευχαριστώ από καρδιάς..
Αντι-ποίησις
Αβίαστα με συνεπαίρνει κάτι, μ’ αφιονίζει και μ’ εμπαίζει ξαφνικά
-σε μιας πλανόδιας απάτης τα μισά- ανεξήγητα ακούω πως με σκλαβώνει
-αόριστα με σκότωσε, ακόμα με σκοτώνει- παραπατά και ζωντανεύει
-ετοιμοθάνατο συνέχεια σαλεύει- στην όψη βδελυρό, στην σκέψη ξένο
-«Προέλευση; Προορισμός;» « Για το Χαμένο»- στης λευτεριάς μου τα δεσμά
-«Μαύρο βάλε στης καρδιάς τη ζωγραφιά»- ψέλνει ρυθμικά έναν σκοπό
-πένθιμο επικήδειο, στυφό- ψάχνει μια τρώγλη, μια σκιά, αναζητά μια σκέπη.
Οι ανάγκες μου για να ξεφύγουν, να κρυφτούν πλανέψανε μια σκέπη
-«Η τύψη σου καραδοκεί, όπου κι αν πας σε βλέπει»- φοβάμαι
-η συμμορία των πειρασμών ουρλιάζει «Σ΄ αγαπάμε»- τις αποστρέφομαι
-«Εφιάλτης να ναι, του ύπνου σκέρτσο», εύχομαι- θέλω να πω αντίο
-με καίνε στην πυρά μα πιο πολύ στο κρύο- Ερινύες, Σκέψεις, Μουσικές
-«Στο χθες καείτε, αθάνατες, στο χθες»- όλα τα σκουριασμένα, μυστικά,
-«Λύπη ας ερχόταν η χαρά…*»- για να πεθάνω πριν ζήσω πια νεκρός.
Περηφανεύτηκαν πως χάλασα, «Πώς είσαι έτσι; Σαν παλιάτσος. Σαν νεκρός»
- Καλύτερα στο τίποτα ή τάχα ζωντανός;- «Δεν ξέρω», αποκρίθηκα,
-Μην είναι αλήθεια, Θέ μου, ευχήθηκα-. Αγγέλους φώναξα, τους φίλους δαίμονες
-Θα ‘ναι οι προσπάθειές σου ατέρμονες- ξεφεύγοντας στου χάους το γιατί
-«Η πόλις, η πόλις θα σε ακολουθεί**»- οιμώζω.. «Αν είν’ Θεός»
-το ψέμα μπροστά μου ορυμαγδός- δογματικά κι αθώα μ’ εκδικείται
-όλη μου η ζωή σε στίχους κείται- ξεγυμνώνεται, τραυλίζει κι αρνείται.
* Κ. Καρυωτάκης
**Κ. Π. Καβάφης