Ζητώ εκ των προτέρων συγνώμη, επειδή η απάντησή μου θα είναι μακροσκελής…όμως ο Καζαντζίδης είναι μεγάλο κεφάλαιο, κι εκτός αυτού, κινήθηκε σε μια εποχή, της οποίας τα καθεστώτα οι περισσότεροι της νεότερης γενιάς αγνοούμε.
Αντιγράφω λοιπόν μερικά αποσπάσματα από τη βιογραφία του Θόδωρου Δερβενιώτη, με τίτλο «Ο Θόδωρος Δερβενιώτης και το Μετεμφυλιακό Τραγούδι», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Όποιος ενδιαφέρεται, ας ψάξει να το βρει…είναι ένα βιβλίο-χείμαρρος με πολλές πληροφορίες για την ιστορική, πολιτική διάσταση του τραγουδιού και την πορεία του, σε συνδυασμό με την πορεία του αείμνηστου μουσικοσυνθέτη, που ταπεινά θα πω πως είμαι τυχερή που τον γνώρισα και τον έζησα από πολύ κοντά, κι ας τον έτρεμα τόσο όταν ήμουν πιτσιρίκι….
«Το δεύτερο εξάμηνο του 1952 εμφανίζεται στη δισκογραφία ο Στέλιος Καζαντζίδης, ένας νεαρός από τη Νέα Ιωνία, με προσφυγική καταγωγή, οικοδόμος, βιομηχανικός εργάτης και πλανόδιος μικροπωλητής. Η παρουσία του θα είναι καταλυτική, τόσο για το Λαϊκό Τραγούδι, όσο και για την ελληνική δισκογραφία. Το πρώτο τραγούδι που τραγούδησε ήταν σύνθεση του Καλδάρα, ήταν επίκαιρο, καλοκαιρινό, και είχε τίτλο Για μπάνιο πάω. Το τραγούδι αυτό δεν πήγε καλά, από εμπορική άποψη, δεν πούλησε αρκετά αντίτυπα, κι ο διευθυντής της Κολούμπια, ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, θεώρησε υπεύθυνο της αποτυχίας τον Καζαντζίδη, μιας και δεν μπορούσε να τα ρίξει το φταίξιμο στον Καλδάρα που ήταν ήδη γνωστός και διάσημος.
Έτσι, για μερικούς μήνες, ο νέος τραγουδιστής μπήκε στο ράφι και υπήρχε πρόθεση ν’ αποκλειστεί για πάντα. Αυτός που έδωσε μάχη για να επαναφέρει τον Καζαντζίδη στη δισκογραφία ήταν ο σπουδαίος συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, που εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη φίρμα.
Μια μέρα, έτυχε να βρίσκομαι μπροστά, στο γραφείο του διευθυντή της εταιρίας. Έρχεται ο Παπαϊωάννου και ζητάει απ’ τον Μηλιόπουλο να μάθει αν ίσχυε η ημερομηνία της ηχογράφησης. Η απάντηση ήταν θετική. Γυρίζει να φύγει λοιπόν, όμως ο Μηλιόπουλος τον σταματά: <Μια στιγμή, Γιάννη. Πόσα τραγούδια θα ηχογραφήσεις;> <Τέσσερα>. Ο Παπαϊωάννου έκανε να φύγει. <Ποιοι θα τα πούνε;> ρωτάει ο Μηλιόπουλος. <Δυο ο Τσαουσάκης, ένα η Ρένα Ντάλια, κι ένα ένας καινούριος τραγουδιστής>.
Δεν είχε αποσώσει την απάντησή του ενώ είχε βγει σχεδόν απ’ την πόρτα, όταν ο Μηλιόπουλος τον σταμάτησε και πάλι: <Στάσου βρε Γιάννη, ποιος είναι αυτός ο καινούριος;> επέμενε. <Στέλιο Καζαντζίδη τον λένε, άντε γεια>. Κι όταν ο διευθυντής άρχισε να φωνάζει: <Όχι, όχι, θα σου σταματήσω την ηχογράφηση!>, ο Παπαϊωάννου είχε ήδη κατέβει τις σκάλες, πηδώντας τρία-τρία τα σκαλιά, και είχε ήδη εξαφανιστεί.
Ο μεγάλος μουσικός, έχοντας διακρίνει το εξαιρετικό ταλέντο του Στέλιου, κατάφερε να ηχογραφήσει το τραγούδι. Είχε τίτλο Οι βαλίτσες, και γρήγορα έγινε επιτυχία. Πούλησε, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Μηλιόπουλου, 1800-1900 αντίτυπα, αρκετά μεγάλος αριθμός για την εποχή. Έτσι άρχισε να σπάει ο πάγος ανάμεσα στον Καζαντζίδη και το Μηλιόπουλο.
Εκείνη την πρώτη μετεμφυλιακή εποχή, μυριάδες ζευγάρια, είτε παντρεμένα, είτε αρραβωνιασμένα, είτε απλώς ερωτευμένα, χώριζαν υποχρεωτικά επειδή ο άντρας, η γυναίκα, ή και οι δυο ταυτόχρονα, βρίσκονταν φυλακισμένοι, κρατούμενοι, εκτοπισμένοι σε στρατόπεδα και ξερονήσια ή εξόριστοι εκτός Ελλάδας, στις χώρες του ανατολικού συνασπισμού. Το πρώτο τραγούδι του Δερβενιώτη που είπε ο Καζαντζίδης ήταν σε στίχους Κολοκοτρώνη, είχε τίτλο Έχασα τον άνθρωπό μου, και καταπιανόταν μ’ αυτό ακριβώς το θέμα.
Ένα επίσης από τα πρώτα ήταν το Η πληγωμένη μου καρδιά (1954), που πρόκειται για ένα καμουφλαρισμένο τραγούδι όσον αφορά τους στίχους, για να περάσει από τη λογοκρισία.
Το τραγούδι αυτό έγινε τεράστια επιτυχία, πούλησε 8.500 χιλιάδες αντίτυπα, μυθικό νούμερο για την εποχή. Μ’ αυτό το τραγούδι, καθιερώθηκε ακόμα περισσότερο ο Καζαντζίδης, αλλά κι ο Δερβενιώτης, κι από κει ξεκίνησε ανάμεσά τους όχι μόνο μια απλή συνεργασία, αλλά μια φιλία.
Ακολουθεί το Σκίζονται κάμποι και βουνά,(1954), πάλι του Κολοκοτρώνη, που ο Δερβενιώτης μελοποίησε σε ρυθμό ζεϊμπέκικο, κλίμακα κιουρδί, και το έδωσε στο Στέλιο. Άλλο ένα τραγούδι της τριμερούς συνεργασίας Δερβενιώτη-Κολοκοτρώνη-Καζαντζίδη είναι το Με φωνάζουν ένοχο (1954), που ανταποκρινόταν στις καταδίκες και τις φυλακίσεις μυριάδων ατόμων εκείνης της εποχής που δεν τους είχε δοθεί καν η δυνατότητα μιας απολογίας και μιας κανονικής δίκης.
Ένα ακόμη το Καταστροφές και συμφορές (1954), παρουσιάζει το γεωγραφικό και ψυχολογικό σκηνικό της εμφυλιακής και πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Καταστροφές και συμφορές, ερείπια, ρημάδια είναι κυριολεκτικές και μεταφορικές συνέπειες του Εμφυλίου πολέμου τόσο πάνω στο τοπίο, όσο και στις ψυχές των ανθρώπων.
Το πρώτο κομμάτι που τραγούδησε για την ξενιτιά ο Καζαντζίδης, ήταν το Πεθαίνω (1954), επίσης του Δερβενιώτη – Κολοκοτρώνη.