Σου γράφω συνονόματε τυφλός ανθρακορύχος
δεν ήξερα μα έμαθα, πως μάτι βγάζει ο στίχος
ανθρώπους άκουσα πολλούς μα άνθρωπο δε βλέπω
γι' αυτό και της στιχουργικής τον βίο πια διέπω
μπατόν σαλέ και σολωμό στο ορυχείο δεν έχει
ψωμί μονάχα και ελιά κι ο στίχος μου αντέχει
μια σκέψη όμως σκοτεινή βαθιά με βασανίζει
και το μυαλό μου διαρκώς το αποσυντονίζει
μέσα στα έγκατα της γης, που ηλίου φως δε φτάνει
ποιος να διαβάσει θα βρεθεί και κριτική να κάνει;
απελπισθείς του κράνους μου ανάβω τη λυχνία
το φώς του όμως λιγοστό (τελειώνει η μπαταρία)
τότε θυμάμαι ξαφνικά στο τούνελ δεκατρία
πως μου 'χε πεί ο εργοδηγός "θα βάλουμε Τ3"
"τον ψεύταρο" είχα σκεφτεί, γιατί ήτανε λαμόγιο
(στον πρώτο θα με πήγαινε, μα ακόμα είμαι στο υπόγειο)
θες κάτι όμως η ελπίς, θες κάτι σκόρπιες φήμες
στο δεκατρία έσπευσα και έσκαβα δυο μήνες
τον τρίτο και φαρμακερό που είχα γίνει μαύρος
κι απελπισία φούντωσε το ψυχικό μου άλγος
σκέφτηκα την αξίνα μου στον τοίχο να κρεμάσω
τον π''''' τον εργοδηγό απ' τον λαιμό να πιάσω
εντούτοις ως εκ θαύματος, είδα να βγαίνουν σπίθες
αλήθεια ήτανε λοιπόν; Δεν ήταν όλα τρίχες;
το laptop έβγαλα με μιας, που είναι απ' τα best sellers
δώρο απ' τον κουμπάρο μου (στέλεχος στις Βρυξέλλες)
η σύνδεση ήταν γρήγορη, μπορώ να πω σφαιράτη
και στίχους στέλνω άμμεσα να βγάλω κι άλλο μάτι
την κριτική σας στείλτε μου κι εσείς και γράψτε στίχους
και ίσως να γκρεμίσουμε, του ορυχείου τους τοίχους
εμπρός και μην διστάσετε, έργο επιτελούμε
Ή θα γενούμε όλοι τυφλοί ή που το φώς θα δούμε
