Σπίρτα ζηλεύουν τη φωτιά και την παρακαλούνε
Στάχτη να γίνουν θέλουνε και να γλυκοκαούνε
Έτσι σε ζήλεψα κι εγώ μα χρόνια τώρα καίω
Κι απο την στάχτη μου ξανά, φτερά βγάζω και κλαίω
Τα σύννεφα φέρνουν βροχή που τη ζητάει το χώμα
Τη λαχταράει στην έρημο, το διψασμένο στόμα
Σε βρέχει και το δάκρυ μου, μα δεν σε μαλακώνει
Τσιμέντο έχεις για καρδιά, πάντα γεμάτη σκόνη
Παγιδεύεις το λυγμό και τον στέναγμο μου δίνεις
πίσω
μες στα μάτια σου κρεμιέμαι και στο τίποτα πλανιέμαι
πριν σε ζήσω
Ζευγάρια θα χειροκροτάν ήλιους στο Μεροβίγλι
Και τα νησιά πάντα κουνάν στα πλοία το μαντήλι
Μα ‘γω με σένα δίπλα μου ήλιου δεν είδα δύση
Το μπάρκο μου βάζω μπροστά, δε λέει να ξεκινήσει
Την άγκυρα έριξες βαθιά στα δυό χιλιάδες μέτρα
Κι όλο βουτώ στον πόνο μου, μα στο λαιμό μου πέτρα
Μου δένεις την αγάπη σου, στερνό κακό να ζήσω
Ας σβύσω στα βαθιά νερά, τον κόμπο δεν θα λύσω
Τα γεφύρια όλα χαλάς, τη ζωή μου δεν τη δίνεις
πίσω
δυο φιλιά σου μου πετάς, στον ασβέστη
να τα ξαναχτίσω