Σε κάποιο λιμάνι, βαθιά νυχτωμένος,
Με μάτσο αγνώστους, στους ξένους ο ξένος,
Συνάντησα ‘κείνη, με κέρασε μπύρα
Και μού’πε για ’κείνα που έλαχ’ η μοίρα.
Μου είπε γι’αγάπες που δήθεν τυχαία
Πλεχτήκαν, θεριέψαν, «στηθήκαν» ωραία,
Τα μάτια να κλείνουν, το στόμα να φράζουν
Κι αισθήματα κούφια παντού να μοιράζουν.
Μου είπε πως ‘κείνη τον έρωτα θέλει
Να’ρθεί σαν το κύμα σ’ατέρμονα έλη,
Στην άμμο να λιώσει τα πρόχειρα κάστρα
Εκείνων π’απλόχερα «χαρίζουνε τ’άστρα»
Επίσης θυμάμαι και ‘κείνο το δάκρυ
Να ρέει αργά στων χειλιών της την άκρη,
Το πόσο μισούσε τα τού «περιμένω»,
Πως νοιώθει σκαρί στα ρηχά καθισμένο.
Τα νιάτα της ξόδεψε σε στείρα ταξίδια
Μα μέσα δεν άλλαξε και μένει η ίδια,
Πιστά ν’ατενίζει θολούς οριζόντους
Πορείες να βγάζει για άγνωστους πόντους.
Την πλώρη κιαν έβαλε για πέλαγα νέα,
Και πάλι κατάντησε μόνη κι ωραία,
Σε τέσσερεις τοίχους βουβή, κλειδωμένη,
Την νέα ελπίδα να’ρθεί περιμένει…