Μετά από τη παρωδία εκείνη (το περιμένοντας) σκέφτηκα να κάτσω να γράψω ένα ποίημα, σοβαρά αυτή τη φορά. Δηλαδή να έχει κάποιο νόημα, να θέλω να πω κάτι εκ των προτέρων και να προσπαθήσω να το περιγράψω με ένα ποιητικό τρόπο και σε μορφή τουλάχιστον τέτοια που να έχει ένα κάποιο ρυθμό, όχι μέτρο και ομοιοκαταληξία, αλλά να κυλάει διαβάζοντάς το, να μην είναι τελείως πεζό ποίημα. Η πρώτη μου ποιητική απόπειρα (εκτός στίχων προορισμένων να γίνουν τραγούδι) μετά από τα εφηβικά μου χρόνια λοιπόν είναι εδώ. Δεν είναι πλάκα αυτή τη φορά (άντε να με πιστέψετε τώρα).
Δε ξέρω η σκέψη πως μεγάλωσε….
Μόνη της; Παλεύοντας κι αυτή να επιβιώσει;
Χωρίς πατέρα στοργικό και φίλους
και δάσκαλους κι έρωτες εφηβικούς;
Στα πάρκα πληγωμένη να κυλιέται
τον έρωτα μαθαίνοντας αλλιώς;
Κι αργότερα, στη ζάλη του ποτού
να υπομένει;
Μαζί μου; Κρυμμένη στις ανάσες και τα γέλια;
Ρουφώντας τη φωτιά απ’ τα φιλιά
τις νύχτες, πριν την άγια καλημέρα;
Σε κάθε ασήμαντο, μικρό μου στεναγμό,
στα όνειρα, στις πρώτες ζωγραφιές.
Παντού, σε κάθε γέννα του μυαλού
Να ‘ταν κρυμμένη;
Δε ξέρω η σκέψη πως μεγάλωσε….
Μα δε μου μοιάζει.
Δεν είναι η δίδυμη αδερφή μου αυτή.
Είναι φωτιά. Και θύελλα που με δέρνει…
Τους όρκους μου θυμίζει που είχα κάνει….
Και γελά…
Σαν της τρελής το γέλιο όταν ξεσπά
λες και προβλέπει φονικά
λίγο πριν γίνουν, πριν τα κάνει.
Δε ξέρω η σκέψη πως μεγάλωσε….
τι αμαρτήματα παλιά να κουβαλάει;
Κι έτσι χλωμή αν με κοιτάει καμιά φορά
και παγερά,
δε λέω κουβέντα. Και μαζεύομαι…
Πως με τρομάζει…