Πάρα πολύ σπάνια γράφω ποιήματα
επειδή όπως έχει ειπωθεί :
"μετά το Άουσβιτς κάθε ποίηση είναι προσβολή" .
Πεζό λόγο γράφω μα όχι ποιήματα .
Έγραψα πολλά μόνο σε μιαν άλλη γλώσσα ,
την αγγλική , μα το έκανα για τα χρήματα .
Τα παράτησα τελικά , δε μού ταίριαζε ,
και χάρισα στους Εγγλέζους τα ποιήματα
για την περίπτωση που τους αρέσαν .
Διαβάζω όμως την ποίηση τών νέων παιδιών
και χαίρομαι το αυθόρμητο συναίσθημά τους .
Από τα ώριμα άτομα εδώ μέσα στο Κιθάρα ,
πιστεύω ότι μονάχα ο Σπήλιος
δικαιούται να θεωρείται ποιητής .
Έχει αφοσιωθεί με όλη την ψυχή του
στα γραφτά του .
Αυτό εδώ δεν είναι ποιήμα ,
για την αληθινή ζωή απλώς γράφω .
=====================
στον Γκαίτε
"Φως , περισσότερο φως" , είπε αυτός ,
καθώς τού χυμούσε το σκοτάδι .
Ατσάλι και γυαλί που δε λυγίζουν,
μονάχα σπάνε .
Διάφανο τούτο το υγρό
τρέχει στις φλέβες ,
κόκκινο όχι ,
διάφανο ας είναι το αίμα .
Σαν σε συνάντησα φέτος τον Αύγουστο ,
μετά από καιρό ,
με κοίταξες και βούρκωσαν τα μάτια σου .
Γιατί βουρκώνει , αναρωτήθηκα ,
ποιος πέθανε ?
Είχες πεθάνει την αγάπη σου
με όλους τους τρόπους .
Λίγο πιο μετά
το πρόσωπο σου έγινε πάλι πέτρα .
Ήσουν και βαμμένη πολύ .
Κάποτε σού έλεγα να μη βάφεσαι ,
πως είσαι πιο όμορφη δίχως βαφές ,
πως η αληθινή ομορφιά είναι απλή .
Κι εσύ μ' άκουγες , τότε .
Για πες μου , για πες μου , σε ρώτησα ,
εκείνη τη χώρα την πάτησαν ξένοι στρατοί
δε μπορούμε να βρούμε μιαν άλλη ?
"Από σένα εξαρτάται" , απάντησες .
Θαλασσοπνίξου μόνος σου
και ψάξε να τη βρεις
κι άμα τη βρεις φώναξέ με ,
συμπλήρωσα μέσα μου .
Αλλά δεν ήμουν ο Χριστόφορος
κι δεν ήσουν η βασίλισσα Ισαβέλλα .
Μιαν άλλη χώρα μόνος μου
πώς θα μπορούσα να τη βρω ?
Ένα φάντασμα αγαπούσα ,
μία σταγόνα από υδράργυρο .
Εσύ το είπες αυτό "αερικό"
όμως έκανες λάθος .
Πιο μετά η αγκαλιά και τα φιλιά
ήταν όπως πρώτα .
Μα όταν περπατούσαμε στο λιθόστρωτο ,
ένιωσα πως τίποτα δεν ήταν όπως πρώτα .
Έμοιαζαν όλα μ' εκείνα τα αρχαία μνημεία ,
που ακόμα στέκουν μα είναι ερείπια .
Ύστερα τα δύο βράδυα που κοιμηθήκαμε μαζί ,
σε αγκάλιαζα και σε φιλούσα ενώ κοιμόσουν ,
έτσι απαλά όπως παλιά ,
μα ένιωθα πως είχε χαθεί κάτι πολύ σημαντικό ,
κι όλο σηκωνόμουν για να το ψάξω στο σπίτι .
Ξυπνούσες και μ' αναζητούσες ,
σαν παιδί φοβισμένο ,
κι ερχόμουν γρήγορα δίπλα σου ,
εδώ είμαι καρδιά μου , σού έλεγα .
για να σε καθησυχάσω .
Δυο μέρες πολύ όμορφες μαζί σου ,
δυο νύχτες ανήσυχες
πνιγμένες σ' έναν παράξενο βήχα .
Μιλήσαμε για όλα ,
παίξαμε και σκράμπλ ,
με νίκησες όπως πάντα ,
δε θέλησα ποτέ να σε νικήσω ,
ό,τι πιότερο ήθελα ήταν να μ' αγαπήσεις .
Δε μπορούσες , δε μπορείς να αγαπήσεις .
Το Σεπτέμβρη σ' ένα ξενοδοχείο μού είπες :
"έλα τώρα , γά.μ.σέ με" ,
κι όλα καταγκρεμίστηκαν μέσα μου ξανά ,
αθόρυβα , σιωπηλά .
Ερείπια πάνω στα ερείπια
και τι να περισώσω ?.
Τα είχες ξεχάσει όλα ,
μαζί κι εμένα .
Πιο μετά καθώς έφευγες με το ταξί ,
έμεινα εκεί για να σε βλέπω να φεύγεις ,
κι ήταν σαν να κοιτάζω μιαν έρημη πόλη ,
μια πόλη - φάντασμα ,
σαν την Αμμόχωστο τής Κύπρου .
Λασπωμένο το νερό και τι να πιείς ?
Πάνω που είπε πως θα σωθεί η αγάπη μας
αυτή πήγε κι αυτοκτόνησε .
Χώθηκε και χάθηκε μέσα στον καθρέφτη ,
όπως η Αλίκη στη χώρα τών θαυμάτων .
Κι έτσι ήρθαν κι έγιναν τα ποιήματα σου
καπνός και σκόνη .
Όλα ένα ψέμμα .
"...bu Bahar , bu Bahar ..."
"...αυτή την Άνοιξη , αυτή την Άνοιξη..."
που ακόμα δεν ήρθε .
Φως επιτέλους , περισσότερο φως .