Το μόνο που φοβάμαι, είναι για τα παιδιά
Μη μεγαλώσουνε και γίνουν σαν εμάς
Κολυμπάει πατέρα η γάτα, γιέ μου κολυμπά
Γιατί αυτούς τους δέρνουνε, σσς γιέ μου, μη μιλάς
Ο άνθρωπος αγόρι μου, γεννιέται σαν τ’ αρνί
Και πρέπει τα ποδάρια του, να ΄χουν το ίδιο μήκος
Να τρέχει και να κρύβεται, να μπαίνει στο μαντρί
Όταν σιμώνει στη βοσκή ο πεινασμένος λύκος
Τρείς μέρες είχε ο Ιωνάς στο ασημένιο κήτος
Κι όταν το χώνεψε καλά, πως δεν θα τον χωνέψει
Άπλωσε τα ποδάρια του που ‘χαν το ίδιο μήκος
Και το ταξίδι απόλαυσε, χωρίς να βγάλει λέξη
Την Τρίτη μέρα η φάλαινα, έπιασε στη Νινεύη
Τον λάθρο επιβάτη της εκεί να ξεφορτώσει
Με δυσκολία ανάγκασε τον άγιο να κατέβει
Άπιστους και αμαρτωλούς, την πόλη για να σώσει
Και ο προφήτης Δανιήλ απο τη Βηθαρά
Μια βραδυά την πέρασε στον λάκκο των λεόντων
Άπλωσε τα ποδάρια του που ‘χαν το ίδιο μήκος
Άγγελος όταν μίλησε των πεινασμένων όντων.
Πρωί και τι θ΄αντίκρυζε σκεφτόταν ο Δαρείος
Μ΄ έκπληξη ακούει μια φωνή να βγαίνει απ΄ το λάκκο
Τη Βαβυλώνας ο καιρός, τις νύχτες είναι κρύος
Δίχως φωτιά ξεπάγιασα, στου πηγαδιού τον πάτο
Τους μόνους που λυπάμαι, είν΄ οι θλιμμένοι γέροι
Γεράσαν και μας βλέπουν να γερνάμε σαν αυτούς
Μέρος απο το σύνολο, κομμάτι απ΄ τ΄ ασκέρι
Μικρές κραυγούλες βγάζουνε μα πια δεν τις ακούς
Ο άνθρωπος κορίτσι μου, κάποια στιγμή πεθαίνει
Θα ΄πρεπε τα ποδάρια του άλλο να έχουν μήκος
Να ξεστρατίζει απ΄ το μαντρί και δρόμο άλλο να παίρνει
Να ήτανε ο άμυαλος, θα ΄πρεπε αυτός ο λύκος