Αιωνόβια σφαίρα
Έχω νιώσει πολλά και φοβάμαι για αυτά,
μήπως κάπως με πείσουν μήπως με σταματήσουν.
Πότε φόβος και οργή, πότε αγάπης φυγή,
ταξιδεύω μαζί τους και μετρώ την πνοή τους .
Ντροπή τους.
Κάπου μέσα μου εγώ κρύβω κάτι καλό,
σαν ολάνθιστο κήπο ποσό αλήθεια μου λείπω;
Ταξιδιάρης σοφός ποτέ αισχρός και βουβός,
σαν κάθε έρημος άντρας, καβαλαρίας στην στράτα,
λίγο πριν τα τριάντα.
Μα προπάντων ωραίος νέο Έλλην σπουδαίος ,
ένοχος τιμωρός ακροβάτης μωρός ,
πεισματάρης και κάφρος, μια σωστός μια λάθος .
Με πάθος.
Κάπως έτσι και εσύ, λες πως ζείς την ζωή,
μα στο βάθος πεθαίνεις, τρεμοσβήνεις, χωλαίνεις
μα επιμένεις.
Νέα μέρα ξανά ξεκινάς με χαρά ,
κάποιος μπρος σου παρκάρει
και δεν λέει να το πάρει, να πετούσες μακάρι
στο γραφείο ή στον Άρη.
Το μεσημέρι καρτέρα στης μαντείας την σφαίρα ,
να φωνάξεις αέρα και να τρέξεις πιο πέρα,
να χτυπήσεις μια κάρτα, ενώ πας στα σαράντα,
το γραφείο να αφήσεις .
Να ζήσεις.
Στα πενήντα πετάς, τα εξήντα κοιτάς,
λίγο πριν τα εβδομήντα μια σύνταξη ζήτα,
κάπου τρεις και εβδομήντα.