Φόρεσες το πουκάμισο, εκείνο που γουστάρεις
με βρώμικη αναπνοή, στο είδωλο ξεσπάς
Τυφλή αράχνη η σιωπή, τα όνειρα υφαίνει
τ’ αποτσίγαρα ευχές, σμιλεύουν την καρδιά
Ποιος να ‘ταν κείνος ο καημός, τη θλίψη να προβάρεις
στα ανάθεμα της μοναξιάς, μπαγάσα πριν σαλπάρεις
Βουτιά στου χρόνου το κενό, σαν άγγελος αντάρτης
για δες τα φώτα άναψαν, τον δρόμο σου μην χάσεις
Τι να του πω του γέρου σου, μπαγάσα αν με ρωτήσει
πώς να γραδάρω την πληγή, στης Μάνας την ψυχή
Κι αυτά τα μάτια που θωρούν, το άψυχο κορμί σου
πώς να αντέξουν τη σιωπή, στην πλάνη του μυαλού
Ποιος να ‘ταν κείνος ο καημός, τη θλίψη να προβάρεις
στα ανάθεμα της μοναξιάς, μπαγάσα πριν σαλπάρεις
Βουτιά στου χρόνου το κενό, σαν άγγελος αντάρτης
“ Γεια σου χαρά σου όμορφε, με το καλό να φτάσεις”