Ασύμμετρη η μοίρα σου, χρονιά ταριχευμένη,
μέσα σου ψάχνει το γιατί, για εσένα αργοπεθαίνει.
Ποτέ δεν ρώτησες εσύ, τι τάχα σου υφαίνει.
Για αυτό δεν μίλησε κι αυτή, για αυτό τώρα σωπαίνει.
Χαράζεις ρότα στον βοριά, μα η θλίψη σου σε δένει,
σε έναν κάβο στη στεριά, εκεί που τόσοι ξένοι,
σε μίσησαν, σ αγάπησαν, Και τώρα τι σου μένει ;
Σφίξε τα χέρια, σου ξανά σφίξε ξανά τα δόντια,
ευχή να δώσεις στον θεό να σου ανοίξει πόρτα,
να δεις τον κόσμο σου ξανά, να ζήσεις τις στιγμές σου,
να δεις περβόλια και βουνά να σβήσουν οι ενοχές σου.
τσιγάρο σέρτικο βαρύ στα χείλη σου να σβήνει,
και όλα τα πρέπει τα γιατί στο αύριο να τα αφήνει.