Το γάργαρο νερό στην πηγή του κυλά
Δίπλα σε χόρτα και πλατάνια.
Κι ο γέροντας σοφά τα πρωινά μιλά -
Για κάτι κούκλες με μεταξωτά γαϊτάνια.
Για κάτι κούκλες ψεύτικες σαν από πλαστικό,
Για κάτι μάτια που με στόχο δακρύζανε
Και για κυρίες με δικαιολογίες κάποιο μυστικό -
Συζητάνε με φίλες, τα μάτια - οι άντρες- σα γυρίζανε.
Ωχρόδινα τα φύλλα της γέρικης Ιτιάς!
Το παλιό λυγερό κορμί, σάπισε από σκουπίδια -
Περαστικοί πετούσαν, πληγώναν την ομορφιά της.
Κι ο πλάτανος που την ερωτεύτηκε με στολίδια
τώρα την βλέπει και βουβός, βουτάει στο σαράκι.
«που ‘ναι το πράσινο καλή μου;» της έλεγε
«που ξοδεύουν σαν ασήμαντο οι επιπόλαιοι το νεράκι;»
Κι η ιτιά στα φύλλα του πάνω συνέχεια έκλαιγε.