Κάποτε ήμουν άρχοντας στον τόπο μου
κι έφυγα μια μέρα
ταξίδι μακρινό να κάνω,
σ'άλλη χώρα δέσμευσα τον κόπο μου
σε μάχες αγωνίστηκα
να ζήσω ή να πεθάνω.
Απ'το μυαλό μου έβγαλα ένα σχέδιο
και Δούρειο Ίππο έφτιαξα
την Τροία γρήγορα να αλώσω,
να φύγω απ'του Ιλίου το οροπέδιο
αμέσως αναχώρησα
την πατρίδα μου για να ανταμώσω.
Γι'αυτό χαρίζω Ποσειδώνα
σ'εσένα την χρυσή μου πόρπη,
κι ηρέμησε τα κύματα
να δω ξανά την Πηνελόπη.
ικέτης σου είμαι Ποσειδώνα
βοήθα με αν θες λιγάκι,
κι ηρέμησε τα κύματα
να βγω ξανά στην λατρεμένη Ιθάκη.
Δέκα έτη εγώ περιπλανήθηκα
άκουσα Σειρήνες
συνάντησα φιγούρες των προγόνων,
Χάρυβδη και Σκύλλα δεν φοβήθηκα
την Κίρκη αντιμετώπισα
βγήκα στο νησί των Λαιστρυγόνων.
Τα χρόνια όμως πέρασαν, κουράστηκα
στης Καλυψούς τα μέρη
που βρίσκομαι φυλακισμένος,
της θάλασσας τον Κύρη καταράστηκα
κι αυτός με καταδίκασε
να μείνω απ'τους δικούς μου ξεχασμένος.