Πορφυρή αλήθεια
Στα ψηλά τείχη της Τροίας ο Εραστής της Ιστορίας
σε μια ανάπαυλα της μάχης στης πολεμίστρας τη ρωγμή
μπήγει με βία το σπαθί του να πνίξει θέλει την οργή
μια άκρη ψάχνει να κουρνιάσει να γαληνέψει η ψυχή
Κοντεύουν τώρα χρόνια δέκα που ματώνουνε τη γη
κόκκινο στις ρίζες το αίμα, πορφύρα τα άνθη ,οι καρποί
Ερινύες στροβιλίζουν το νου, το σώμα, την ψυχή
και η ματιά της Ανδρομάχης φλόγα, σαΐτα αιχμηρή
χαίνουσα πληγή στο στήθος ψάχνει, ελπίζει, επιζητεί
Την αλήθεια του πολέμου άνθρωποι ορίζουν ή θεοί
Φταίει ο Έρωτας , η Ελένη ή κάποια πράξη μιαρή
Τόση θλίψη, δάκρυα, πόνος , τόσος θάνατος γιατί
Ο Έκτορας κι ο Αχιλλέας ήρωες κείτονται νεκροί
Η προφητεία της Κασσάνδρας μήπως είναι αληθινή
Κι η εύνοια της Αθηνάς ; Γιατί μαίνονται οι θεοί
Σπονδές, θυσίες, τελετές. Μας εγκατέλειψαν για δες !
Να κρύβεται τάχα ο Οδυσσέας ; Φύγανε οι Αχαιοί
Και στ’ ανάκτορα ο Ίππος ; Δώρο, κατάρα ή ευχή
Από τα σπλάχνα του ανθρώπινη αναδύεται οσμή
Απ’ το λήθαργο ξυπνάει τα βέλη γύρω του βροχή
χύνεται ο εραστής στη μάχη και η απάντηση σκληρή
θα περιμένει στους αιώνες τον Όμηρο τον Ποιητή
ή τον Αλέξανδρο το Μέγα γονατιστό Προσκυνητή
Τους σκαπανείς της Ιστορίας να σκαλίσουνε τη γη
κόκκινο χώμα ν’ αναδεύσουν, μεστή αλήθεια , ΠΟΡΦΥΡΗ