Οι χαραυγές των γκρίζων πρωινών,
θολές εικόνες σε παμπάλαιη κορνίζα.
Νότες σκιές σκοπών αλλοτινών
και τα δυό δάχτυλα γυμνά μέσα στην πρίζα.
Τις Κυριακές χλομιάζει η ανατολή,
θλιμμένοι στίχοι, στου εσπρέσσο το φλιτζάνι.
Ώρες στοιχειά, ματώνουν το φιλί,
το τάμα ψάχνουνε, σαν άγιοι ζητιάνοι.
Τα δειλινά τα’αγόγγυστου λυγμού,
εκεί που γίνονται τα όνειρα φενάκη,
σκέψη τρελή, που**να του συρμού,
σερβίρει θάνατο με δόσεις, σε σφηνάκι.
Νύχτες βροχές, ορίζουν τις ποινές,
εισαγγελείς πενταμελούς σε απαρτία.
Με ύφος βαρύ, παράκρουσης φωνές,
τη λογική μετουσιώνουν σ’αμαρτία.