Μας έβγαλε στα νέτα ο πιλότος
σκαντζάραμε και τούτο το λιμάνι,
του ήλιου ξεδιψάει το στεφάνι
στα κύματα που ακούγονται σαν κρότος.
Στα μάτια σου γυρνώ για ν΄απαλύνω
το δάκρυ που πετρώνει στο σορόκο,
ξεκόλλησες της άβυσσου το στόκο,
κι η εικόνα σου γελάει στο κομοδίνο.
Σε βλέπω μου μιλάς, δίνεις κουράγιο,
το γέλιο σου κυλά μες τη ψυχή μου
ανάμεσα στις άκρες της ερήμου
μιας θάλασσας που στέκεται ναυάγιο.
Της γέφυρας σαν άνοιξα την πόρτα
γλυκά πως με κοιτάξαν δύο γλάροι
μου είπανε πως ήτανε ζευγάρι,
τα μάτια μου βουρκώσαν όπως πρώτα.