Ζέφυρους που αιχμαλώτισα σε δυό πηγών τη λιάστρα
στο ασκί του Αιόλου έκλεισα, προσμένοντας βροχές,
όμορφα να ξαμολυθούν, όταν τ’ αρχαία τ’ άστρα
φωτίσουν τ’ άγια δόγματα, γι’ αγάπης ενοχές
Κι οι Αργοναύτες που έσφαξα στης Αίας τα πελάγη
στο αίμα τους δεν κρύβονταν, που λέγαν θησαυροί,
παγίδεψαν τον Ιάσονα, θεριά και πέντε μάγοι
όμως τους ξέφυγε, άνεμος, το Δέρας για να βρει.
Εκεί στων μύθων τη σκιά, με βγάλανε οι δρόμοι
που τα σκοτάδια πλάτιαζαν, κι απύθμενες βοές
μια Μήδεια με μάγεψε, αργότερα η Σαλώμη
κι η αγάπη μ’ αίμα βάφτηκε, και νήπιων ζωές
Θήτεψα και στο απρόσμενο στρατόπεδο της μοίρας
κει που τα’ αρχαία δράματα, δεν κάλμαραν μ’ ευχές
το αλάτι πάνω στην πληγή, σαν δίψα μιάς αλμύρας
αγάπες εξακόντιζε σε φόνων ενοχές
Στου λυτρωμού το φύσημα, σαν μπάτης απ’ τα βάθη
το χαμογέλιο σου έφερε, κοντά κι αντικριστά,
ώσπου βαθιά σε αγκύλωσε της ενοχής το αγκάθι
και η ζωή μας ξώκειλε, αντί να πάει μπροστά.
Όσο κι αν λαμνοκόπησα, να φύγω απ’ τους υφάλους
με μιάς καρίνας χαρακιά, κι αιμάτινα κουπιά,
αιώνες κλωθογύριζα στης νύχτας τους δαιδάλους
και τ’ άρματά μου φύλαγαν ανώδυνη σκοπιά.
Ώσπου με αναμασήματα μου δήλωσε ο Αίας:
«καλή κι η αιωνιότητα, πόθος σου ναν’ κρυφός
μα ψάξε να ‘βρεις …σ’ αγαπώ…, παρ’ το φιλί μιάς νέας,
μαζί ν’ αναχωρήσετε, στης ηδονής το φως».
Και από τότε με αγκαλιές, που έκλεισα την ουλή της
με πάει η Αμαζόνα μου, στου κόσμου τις αυγές,
με ντύνει με τ’ αστρόνειρα, με λούζει στο φιλί της,
και ξεδιψώ από έρωτα, στις άγιες της πηγές
13.04.09