Στάθηκα μες τη συννεφιά του πρώτου μας χειμώνα.
Απρόσμενα ήρθε κι έφυγε.
Εσύ δε θα θυμάσαι.
Πάντα ονειρευόσουν ήλιους
σε φόντο καταγάλανου ουρανού
και ξεγελιόσουν.
Βρέθηκα μέσα στη βροχή που ακολούθησε,
να ψάχνω τι έχει φταίξει.
Ήταν ο άνεμος των φαιδρών προσδιορισμών σου
που έστειλε τη μπόρα καταπάνω μου
κι έπνιξε εν τη γενέσει τους
τις όποιες μου διαθέσεις ;
Και εν τέλει ακόμη αγνοώ
πως βρέθηκα να παριστάνω το μετεωρολόγο
των τεθλασμένων σου προσδοκιών.
Μούσκεμμα ήμουν, σε κοιτούσα.
Ήλπιζα θα μου πέταγες
της λύπησης σου τη σκισμένη ομπρέλλα.
Έπειτα εγώ σαν αφελής
από το θολό το τζάμι της ανταπόκρισης σου
πάλευα να διακρίνω σιωπηλά
την παραμορφωμένη εικόνα σου.
Πια παραδόθηκα να ζωγραφίζω μουσκεμμένος
ανούσιες τρίλιζες πάνω στην υγρασία σου.