Κι έρχεσαι συ τώρα
να μου πεις γιατί γράφω
και τι κάνω στα ποίματα μου
Αντίθετα με σένα
έχω πάψει ν' ασχολούμαι
από καιρό
Τα δίπλωσα στις τέσσαρες άκρες
αυτό τα 'κανα
κι ύστερα τα ρίζωσα σε
πάτους
άδειων μπουκαλιών μπύρας
Τα 'βαλα φωτιά ρε
πριν τα καταλάβει κανείς
για να πάνε στον Παράδεισο
παρθένα
Μα ο εμπειρογνώμων
παρθενιακής καταστάσεως
ο διακορευτής μου
αποφάσισε πως ήταν βόμβες
ίσως
Τα πέταξα φλεγόμενα
ακαθόριστες φωτιές
ά-σχημες
στα πόδια μπάτσων
γιατί φαντάστηκα, πως φταίν' αυτοί
γιατί κόντεψα να πιστέψω πως θα τους νοιάξει
γιατί λείπεις
και έσμπρωξα μες τις αλυσίδες και τις γραμμές
στους στοίχους ανθρώπων λέξεων
για να βγω μπροστά
στήθος με στήθος φώναζα
ούρλιαζα τραβώντας
τα κλαδιά της ιτιάς που φύτρωναν
στο κεφάλι μου
και σκάλιζα τις δυο πέτρες πάνω απ' την κυρτή μύτη
για να τις ξεριζώσω
παρακαλούσα
κι όλοι με λέγανε τρελό και φαντασμένο
ικέτευα για λίγα χημικά
" Ρίξ τε τα χυμι κα σας ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε"
Γιατί λείπεις
τα δακρυγόνα μου στέρεψαν
Έν' άδειο μπουκάλι Amstel
κι έν' άγραφο ποίμα
γιατί έτσι μου αρέσει
γιατί τίποτ' άλλο δεν μου 'χει μείνει
από τότε που ό,τι ζήτησα θέλησε να παίξει θέατρο
στο Κρατικό