Αγκαλιασμένοι σαν ζευγάρια οι λόφοι,
επάνω στο καταπράσινο βουνό ΄
αγαλλίαση, καμάρι ο ουρανός
που κάμει ο αζάτης, προς το γιαλό.
Σαν να ‘ναι αδροβεργίδες σιμώνουν τα πουλιά
μήτε αζάλικες ζυγώνουν προς εκεί,
μήτε ξυλοκόποι να θερίσουνε το βιός
μόνο λάτρεις του βουνού είναι δεκτοί.
Τα χωμάτινα δρομάκια, πρασινίλα
μοσχοβολούν δροσιά, θυμίζουνε τη νιότη ‘
που προσκολλούσε επάνω της η ανεμελιά
κάθε παιδιού, ανάμνηση πρώτη.
Σαν βγει ο Γελαντζής, κελαϊδίσματα –
μαγικές μουσικές, φωτεινά χρώματα
ντύνουνε τις λυγερές πλαγιές με πέπλο
και μεθούν όλοι με τόσα αρώματα.
Εράσμια φύση, ποιος απόγονος
άραγε σα Θεά θα σε τιμήσει;
κάθε πρόγονος σου ατίμησε τη χάρη.
Για πόσο αυτή η ομορφιά θα ζήσει;