Σίγησαν όλοι, ο λυγμός σου μόνο αντέχει
είχα ξεχάσει τους καημούς να ρυμουλκώ,
με της Φρυγίας τον καιρό, μουντό να βρέχει
έχω κρατήσει αντηλιά απ’ την Ιωλκό,
και του Ιάσονα το βλέμμα, που υπερέχει.
Άφαντο πάλι το χρυσόμαλλο το δέρας
με φουσκωμένα του Ελλησπόντου τα νερά
δώδεκα τέρμινα ως το τέλειωμα της μέρας
φόνος ντροπής του αδερφού στα φανερά,
κι ένας της Μήδειας χρησμός, που μοιάζει τέρας
Ένας Ερμής, αργοφονιάς να πλέκει υφάδια
σ’ ένα σανδάλι να ‘χει ο κόσμος κρεμαστεί
τα «σ’αγαπώ» σου του καημού μου απολειφάδια
τα όνειρά σου περασμένα σε κλωστή
κι εγώ της Ήρας ηδονές να καίω τα βράδια
Ποιος να το αντέξει το κακό στου Ήλιου το άρμα
τρελή μιά μάνα ερωμένη, και φονιάς,
εγώ βουκόλος, σ’ ενός Δία, κάποια φάρμα
τριγύρω θάνατος, της μοίρας μου ο χιονιάς
κι ακόλουθός μου της αγάπη σου το κάρμα!!!!!!!
9.08.2010