χαμένος μέσα στα ρηχά που αγκυροβόλησα
σε χρόνια δίσεκτα και σε καιρούς της άπνοιας
να μάθω ήθελα απλά γιατί δεν μπόρεσα
γιατί συγχώρεσα
την ατολμία της σάρκας
θυμώνει η θάλασσα που δεν την εταξίδεψα
και βρέχει ο ουρανός που δίστασα να αγγίξω
ξυπνούν τα όνειρα που μόνος μου παγίδεψα
και που τα κήδεψα
προτού καν να τα ζήσω
σηκώνω όλο το στερέωμα στην πλάτη μου
δε νιώθω βάρος, με βαραίνει αυτό μονάχα:
ότι η πιο μεγάλη απ’ όλες αυταπάτη μου
ήταν η αγάπη μου
ήταν πως ζούσα τάχα
τραβάω μια μπίλια στου καιρού το αριθμητήριο
και μια γραμμή να ακυρωθούν τα περασμένα
κρυφά ποτίζω τη ματαίωση δηλητήριο
βγάζω εισιτήριο
για το άγνωστο, για μένα