Ο αέρας ερχότανε απο τον νότο
φυσώντας στην πόλη την μυρωδία της ερήμου.
Τις μέρες εκείνες που ο ήλιος
φαινότανε πιο μακρινός από ποτέ
και η ζωή μου η ίδια
μια αργή
κουρασμενη χελώνα.
Τις ημέρες της λάσπης.
Οι εφημερίδες γράψαν για εσένα.
Έχεις όμορφα μάτια
και καταπίνεις ανθρώπους.
Εγώ σε γνώρισα όταν ήμουν δεκάξι
και απο τότε
δεν διαβάζω τι λένε ή τι γράφουν
γιατί ξέρω πως όλες
οι καταστροφές πια σου μοιάζουν.
Η τηλεόραση στο μικρό μου διαμέρισμα -
ταινίες πορνό,
μουσική
και διάλογοι.
Ένας καθημερινός πεντάλεπτος αυνανισμός
-βιαστικός και αυτός-
εμμονές
και βιβλία.
Χαρτιά με αποσπάσματα ενός έργου που δεν θα διαβάσεις.
Πάρκαρα μυρίζοντας με αυτοικανοποίηση
το λεπτό άρωμά μου. Είναι λίγο δύσκολο να καταλάβει κανείς
την αγάπη που τρέφω
για το φρέσκο σαπούνι.
Μα είναι μία απο τις ελάχιστες απολαύσεις που με συγκινεί τώρα πια
να βυθίζομαι στον γιακά ή το κασκόλ μου
και να ρουφάω δυνατά
ανθισμένα λιβάδια , μυρτιές
και ενα μικρό ξεχασμένο Παρίσι.
Η μόνη αδιαπραγμάτευτη αλήθεια είναι τα ασιδέρωτα ρούχα μου
και σε αυτό θα επιμένω γιατί κατά τα άλλα
δείχνω στ' αλήθεια εντάξει.
Το ασανσέρ σταμάτησε.
Λίγους μόνο ορόφους πιο κάτω
το καράβι διίεσχιζε την λακούβα
κι εγώ
παρακολουθούσα χαμογελώντας
μολίς έξι χρονών
ένα κομμάτι χαρτί.
Και τώρα ζω στον βυθό.
Ο κόσμος περπατούσε αργά
χαζεύοντας
χριστουγεννιάτικα παιχνίδια
κι εγώ
κοίταζα τα φώτα της πόλης
που ανάβανε
ακολουθώντας τις πολύχρωμες
γραμμές των οδών σου.
Ωσπου να φτάσω εδώ.
Στον Βυθο.
Τωρα οι κινησεις μου ειναι αργες
και πια δεν ακουω.
Με παιρνουν τα ρευματα
με παιρνουν.
Μακρια σου.