Εκεί βρισκόσουν
Τρυφερή, αβίαστα πανέμορφη
Ξαπλωμένη μες τα χέρια μου
Τα πιο αληθινά φιλιά μου σε κερνούσα
Είχες τα μάτια σφαλιστά
Τα χείλη σου μισάνοιχτα
-σε κοιτούσα στα κλεφτά-
το είναι σου ολάκερο μου πρόσφεραν
Η εικόνα σου ανείπωτη, με τίμιο τρόπο αθώα
Κι όμως, παράξενο ίσως ακουστεί
Κάτι φαινόταν να απουσιάζει καθως εκστατικός
Σε αντίκρυζα
Το βρήκα αμέσως, τι άραγε πιο εύκολο
Κι άκουσες της καρδιάς μου ευθύς τον ψίθυρο
"κοιταξέ με"
σιγά να σου φωνάζει
Άνοιξες τα βαριά ματόκλαδα
Και την ψυχή μου την ίδια
Ένιωσα να καθρεφτίζεται
Ακριβώς εκεί, σαν φυσικό επακόλουθο κείνη την ιερή στιγμή
Βαθιά μες τα ολόγλυκά σου μάτια
Τότες πήρε μορφή ο Παράδεισός μου