Καταμεσής της χειμωνιάς
-γεράνια σκυθρωπά-
ξάφνου στη ρούγα ξεπηδά
ο οίστρος των ρευμάτων
το βάθος σου που κραύγαζε
τ' ακούω να σιωπά
γι αυτούς που σέρνουν τον τρελό
χορό των ασωμάτων.
Αρχές τ' Απρίλη,άνοιξη
-γεράνια θαλερά-
κάποιοι περίφοβοι ποθούν
το σκάφος να ορμίσουν
στα φρέατα των χρόνων τους
βυθίζουνε βαθιά
τα 'ναι' τους που δεν λησμονούν
με 'όχι' να ξορκίσουν.
Το θέρος μπήκε λιγοστό
-γεράνια μελιχρά-
οκνές οι ώρες τρέφονται
με ηλεκτρικές ορμόνες
τα ρούχα που σου φέρανε
θα φορεθούν ξανά
όπως των άγιων των παλιών
οι ταπεινοί χιτώνες.
Οχτώβρης, όπως άλλοτε
-γεράνια 'γριωπά-
με το κρασί της μνήμης σου
θ' αρχίσεις το μεθύσι
στις σφαίρες των αστέρων σου
ταξίδεψε γοργά
κι απ' της φωτιάς τη δωρεά
ψάξε να βρεις τη λύση.