Κόρη πανώρια λυγερή
το σώμα σου σαν το κερί
καίγεται κι αργολιώνει
Άνεμος είναι φονικός
κύμα ψηλό ο πανικός
μπόρα που δεν τελειώνει
Ο ήλιος κατακόκκινος
ερχόταν μέχρι πρότινος
τώρα δε λέει να φέξει
Ποια θάλασσας θεότητα
του κύματός την όργητα
άραγε θα ημερέψει
Τα δάκρυα επάργυρα
όμως βαριά σαν άγκυρα
σε παίρνουν στο βυθό τους
Λάμπουν εκεί για μια στιγμή
κι ύστερα πια ούτε ρωγμή
στο πέλαγος του σκότους
Το σώμα σου ανάσκελο
πλέει κοντά στον άγγελο
που θέλει την ψυχή σου
Γοργόνα με ξανθά μαλλιά
και με τα μάτια τα μελιά
ρωτάς που ‘ν’ οι δικοί σου
Ποια θάλασσας θεότητα
θα δει την αθωότητα
και θα σε βοηθήσει
Τον άγγελο που σε κρατά
προσπέφτοντας στα γόνατα
να πει να σε αφήσει
Να στείλει φεγγαρόφωτο
κι έν’ αεράκι αλλόκοτο
να μπει απ’ το φεγγίτη
Να βγεις στην επιφάνεια
η ομορφιά σου σπάνια
ίδια η Αφροδίτη