Δε μάντεψα ποια διαδρομή σου φτιάξαν τα όνειρά σου
τα ίχνη σου ψηλάφισα από τα βήματά σου
Σε μια νυχτιά που ‘ριχνε φως πανσέληνο φανάρι
ήταν που έψαξα να βρω ποιο δρόμο έχεις πάρει:
Στα πρώτα σα να δίσταζες, χνάρια εμμονών μεγάλων
και μόλις που ξεχώριζαν στο βραδινό το χώμα
Σα να φοβόσουν τη ζωή και τη θωριά σου ακόμα
όπως φιγούρες έφτιαχνε μες στη ματιά των άλλων.
Μετά από λίγο βάθαιναν, ως να ‘τρεχες με φόρα
λες κι άξαφνα τινάχτηκες το χρόνο να προλάβεις
Αρκούσε η αρχή της διαδρομής για να το καταλάβεις
πως τα όμορφα ρουφάει η γης σαν Ιουλίου μπόρα.
Λίγο πιο πέρα πλήθαιναν τα χνάρια στο πλευρό σου
Άλλα επιπόλαια θαρρείς, ρηχά σχηματισμένα
άλλα επίμονα, ζωή ζητούσαν από σένα
Μπερδεύονταν στο βήμα σου και κλέβαν το ρυθμό σου.
Ξημέρωμα σε πρόφτασα, το χθες μου δε μ’ ανήκε
η ανάσα σου, πνοή βουνού, μες στην ψυχή μου μπήκε
Παλιά μου χνάρια σκέπασαν ξερά Νοέμβρη φύλλα…
…κι έπαιρνα όρκο πως λεπτά μου πρώτα ήταν εκείνα…