Η ΡΗΝΙΩ
Μιλιά πια δεν ακούγεται από τον πάνω δρόμο.
Ούτε ένας απ τους χωριανούς μπορεί να το ξεχάσει,
ήταν εκείνη η φωνή, φωνή γεμάτη τρόμο.
Λένε πως κάποιος τη Ρηνιώ πήγε να ατιμάσει.
Σαββάτο απομεσήμερο πως ήτανε θυμάμαι,
έκαιγε ο ήλιος κι έσταζε ο τόπος ησυχία.
Μα εμένα αυτή η συμφορά με βρήκε να κοιμάμαι
και ο μικρός μου ο καρπός μου είπε την ιστορία.
Εκεί στο σπίτι το μικρό, το χαμηλό κονάκι
στου πάνω δρόμου το στενό, σιμά στην εκκλησία
εκεί καθόταν η Ρηνιώ δίπλα στο πεζουλάκι,
αγνάντευε της γειτονιάς την άγρια ηρεμία.
Ακούστηκε ο κύρης της γρήγορα ν΄ ανασαίνει
«Μωρή Ρηνιώ, ανάθεμα…», αφορισμό της δίνει.
Στάθηκε λίγο στο σκαλί κι έδειχνε να βαραίνει,
ύστερα έτρεξε κοντά τα πόδια να του πλύνει.
Έκλεισε η πόρτα πίσω της, χάθηκε η θωριά της
κι από την ώρα την κακή κανείς πια δεν την είδε
μονάχα ακούστηκε η κραυγή μέσα απ΄ τα σωθικά της
και το στερνό της στρίγκλισμα μακριά ο αέρας πήρε.
Το τι απέγινε η Ρηνιώ κανένας μας δεν ξέρει.
Τις νύχτες, λένε, αναθαρρεί κι αρχίζει το τραγούδι.
Άλλοι λένε πως πέθανε από ανθρώπου χέρι,
πως του πατέρα ο σουγιάς την έκανε λουλούδι.
dora