Σήκωσα αυθαίρετο
να μη μετράω τ άστρα ,
Μιά τρύπα στον βοριά ,
σε βράχου ανηφοριά .
Τσίγκινοι οι τοίχοι του
κι άδεια από χώμα η γλάστρα .
Χαγιάτι στ όνειρο και στέγη στη βραδιά .
Σήκωσα αυθαίρετο
μιά πίκρα να σπιτώσω .
Στη γύφτισσα απονιά ,
τσαντίρι στο χιονιά .
Ντουβάρια πλίνθινα
μιά θάλασσα κι ωστόσο
βάρκα η καρδιά μου , στεριανή , χωρίς πανιά .
Πλάι στον Αχέροντα ,
το πήρα απόφαση
κι έστησα αυθαίρετο ,
με θέα στην Κόλαση .
Σπήλιος ΄99