ο παπαγάλος
Σ' ερωτεύτηκα μιά μέρα βάλαμε στο χέρι βέρα
και μού κάνανε ρεγάλο ένα γέρο παπαγάλο.
ως περνούσανε οι μέρες,
ξεχαστήκανε οι βέρες'
μόλις έστριβε ο κύρης στο επόμενο στενό
η καλή κυρά στο σπίτι έβαζε το μαϊντανό.
Εβλεπε ο παπαγάλος
ότι μπαινοβγαίνει κι άλλος'
τον ρωτούσε' παπαγάλε, θές λιγάκι μαϊντανό;
κι απαντούσε ο κακομοίρης' να σε φάω ζωντανό.
Ο καιρός καλά περνούσε, το σκοινί παρατραβούσε
και η πόρτα δε χωρούσε γιά να την περάσω ορθός'
και να λέει ο παπαγάλος'
μέσ'στο σπίτι μπαίνει κι άλλος.
ώσπου γύρισα στη ζούλα και τους τσάκωσα στα πράσα'
μαϊντανό και μαϊντανούλα, τους τυλίξανε στην κάσα'
γέλιο σπαστικό να δείτε
πούκανε ο παπαγάλος'
τούφυγε καϋμός μεγάλος.
Στο κελί μου τώρα έχω απ' το γάμο μου ρεγάλο
ένα τόσο κερατάκι κι ένα γέρο παπαγάλο.