ΣΥΝΗΘΗΣ ΕΡΩΤΑΣ, ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ…
Το γενικό είχε με βιάση κατεβάσει,
μην πέσει η νύχτα του στο φως κι αυτοκτονήσει.
Συνειδητά, όσο θυμάται, είχε σφαγιάσει
του ήλιου τη φύση.
Στοιχειά παραίσθησης, σκαστά απ τ όραμά του,
πίσω απ τα μάτια του, το βλέμμα του στραγγίζουν.
Πέτρινες θύμησες τα γυάλινα φτερά του
τα θρυμματίζουν.
Χαΐδεύει η πείνα του τ΄ αειπάρθενο σκοτάδι
ηδονικά, καθώς τη σάρκα μοιχαλίδας,
να χορταστεί από το γλυκόπιοτο μαγνάδι
κούφιας ελπίδας.
Κι απέ απογέρνει σε στιγμές ναυαγισμένες
-Λυσσάει η αιτία, η ψυχή όταν αγαλλιάζει-.
Με πόρνες χίμαιρες, τυφλές, βλογιοκομμένες,
γλυκά πλαγιάζει.
Κι ως φιδοσέρνονταν η απουσία εντός του
νωχελικά, σα βήμα ολέθριου περιπάτου,
τον ερωτεύτηκε ο ανέραστος εαυτός του
μέχρι θανάτου.
Στους φίλους του Kithara...
Σπήλιος