Ηξερα πως ζυγωνε η ωρα
που απ' τα σπλάχνα σου
νεκρά παιδιά θα γένναγες
Σάπιες ελπίδες για τους άμυαλους
Αυτούς που χαρτοπαίζουν στους τεκέδες
Γνώριζα πως δεν θα μ' άφηνες
να σηκωθώ απ την παλαίστρα σου
Με μια γροθιά θα τιμωρούσες
την πρόσκαιρη μου αμέλεια
Που πίστεψα πως θα μπορούσα
αδύναμος, γυμνός απ όλα
τα θέλγητρα σου ν απορρίψω.