Τι να σου πω φίλε μου... Δεν γνωρίζω τι πρέπει να κάνει κανείς άλλος εκτός απ' τον εαυτό μου.
Η μεγαλύτερη προσωπική μου ξεφτίλα, απ' την οποία προκύπτει και η βασική μου αρχή το κυρίαρχο "πρέπει" μου δηλ, είναι η αυτοαναίρεση.
Συμβολικός λόγος μπορεί να εμπεριέχεται και σ' ένα πεζογράφημα ενώ δεν είναι ίδιον της ποιήσεως αλλά της ανθρώπινης φύσης. Κλασσικό παράδειγμα τα παραμύθια. Ένα τέτοιο παραμυθάκι έφτιαξα για τα παιδιά μου. Η ιστορία, περιληπτικά, είναι τούτη:
Ο Κράτος ένας μεγάλος γαιοκτήμονας έχει ένα υπέροχο κήπο εγκαταστημένο σ' ένα βουνό. Ο κήπος ποτίζεται από μια λίμνη μέσω ενός συστήματος ενεργητικής αδρεύσεως. Κάποτε ο Κράτος μεγαλώνει και βάζει έναν φίλο του τον Λέφτερο να του προσέχει τον κήπο. Ο Λέφτερος στην αρχή φροντίζει τον κήπο με το σύστημα του αφεντικού του αργότερα όμως σκέφτεται ότι αντί να κουράζεται και να ξοδεύει ενέργεια για το πότισμα την οποία θα μπορούσε να την αποδώσει αλλού να φτιάξει μια δεξαμενή στην οποία να αποθηκεύει το νερό και όταν αυτό φτάσει στο επίπεδο όλων των φυτών αυτά να ποτίζονται παθητικά με μια αέναη ισορροπία. Αρχίζει λοιπόν το χτίσιμο της δεξαμενης εκτρέποντας συγχρόνως την ροή του ποταμού από την λίμνη στην δεξαμενή.
Η θέλησή του όμως να μαζέψει όλο και περισσότερο νερό πιο γρήγορα εξελίσεται σε μανία, ασχολείται μόνο με την κατασκευή της δεξαμενής και την συσώρευση νερού και ξεχνάει τον κήπο. Όσα φυτά ήταν κοντά στην δεξαμενή και τα εξυπηρετούσε η υδροστατική πίεση ποτίζονταν τα άλλα ή αργοπέθαιναν ξεχασμένα ή αφηνόντουσαν στην τύχη τους, στο έλεος της βροχής. Η μανία του έγινε σιγά σιγά τέτοια που έκλεινε σιγά σιγά την στρόφιγγα της δεξαμενής κι έτσι όλα τα φυτά υπέφεραν ανεξάρτητα από την υψομετρική τους θέση.
Ένας χωρικός, ο Λόγος, περνάει από κοντά και τον επικρίνει. Έτσι που πας θα σπάσει η δεξαμενή από την πίεση και θα χάσεις όλο το νερό, του λέει. Θα το πω στο αφεντικό σου. Αυτός τον χλευάζει και τον κατηγορεί για απουσία οράματος. Κάποτε η "προφητεία" του Λόγου εκπληρώνεται. Μετά από ένα μικρό σεισμό σπάει το τοίχωμα της δεξαμενής και το νερό αρχίζει να χύνεται προς την θάλασσα. Ο Λέφτερος έντρομος φωνάζει τον Κράτο ο οποίος αρχίζει τις "οξυγονοκολλήσεις" για να επισκευάσει την δεξαμενή και φέρνει δανεικό νερό για να την ξαναγεμίσει και να μην πέσει η στάθμη.
Περνάει τότε ξανά ο Λόγος και τους λέει: "Άμυαλοι, από την μανία σας να φτάσετε τον στόχο του σχεδίου σας, ξεχάσατε τον αρχικό σας στόχο που ήταν η διατήρηση του κήπου. Με το νερό που δανείζεσαι Κράτε πότισε τα ετοιμοθάνατα φυτά, άλλαξε την ροή του ρέματος για να μην σπαταλιέται το νερό και μην προσπαθείς να διατηρήσεις ένα σχέδιο που ξεμπροστιάστηκε από τον ίδιο τον χρόνο".
Αυτό το παραμύθι θα μπορούσε να αποδωθεί και σε στιχουργική μορφή:
Κάποτε άρχοντας τρανός που τόνε λέγαν Κράτο
είχε μποστάνι ξακουστό σε λόγγο φυτεμένο
δέντρα με ζουμερούς καρπούς, αλάνθιστα περβόλια
ρόδα σκορπούσαν άρωμα στ' αγροτικά δρομάκια
πεύκα σκιάζαν τα βουνά, βατομουριές στο ρέμα
μες στο ποτάμι φλαμουριές λυγούσαν τα κλαριά τους
όταν κουρνιάζαν τα πουλιά και σιγοτραγουδούσαν.
Κι ο ποταμός χυνότανε σ' αστραφτερή λιμνούλα
όπου βουτούσανε πουλιά με πλουμιστές φτερούγες
κι εκείνος τράβαγε νερό με δυό κρουστές αντλίες
και πότιζε τον κήπο του με κόπο και μ' αγάπη.
Ο Κράτος όμως μεγάλωσε κι είχε πολλές σκοτούρες
νιο σέμπρο βάζει, φίλο του, Λέφτερος τ' όνομά του
"Φιλελέφτερε γέρασα και πια δεν έχω χρόνο
προσπάθησε τώρα εσύ τον κήπο να φροντίσεις
μον' να μου φέρνεις ζουμερά σταφύλια, και αχλάδια
χρυσά σπαρτά να μου φυλάς να φτιάχνω το ψωμί μου
μαύρο κρασί γλυκόπιοτο, καπνό για το τσιμπούκι
να σ' ευλογώ σαν στέκομαι το κύμα κι ατενίζω".
κλπ