Ξεχασμένα μονοπάτια,
γύρω από το παλιό κάστρο.
Στις πολεμίστρες, το βράδυ,
θεοί και δαίμονες σε καλούν
να βουτήξεις στα γοητευτικά νερά.
Να βουτήξεις για να ξεχάσεις.
Να κοιμηθείς εκεί που πραγματικά αγαπάς,
στη θάλασσα,
για πάντα...
Και να ξυπνας κάθε πρωί μέσα της,
να σε μεθάει η μυρωδιά της.
Να ταξιδεύεις.
Αυτό δεν ήθελες πάντα;
Ταξίδι και μουσική...
Καθώς οι σταγόνες θα χαιδεύουν
το υγρό σώμα της...
Καθώς το κύμα, όταν φυσάει,
τις ιστορίες σου στο βράχο,
άλλοτε ψιθυριστά και άλλοτε φωνάζοντας
θα τραγουδάει...
Και λευκός θα είναι ο αφρός,
σαν την αγάπη σου για εκείνη...
Έτσι δεν έλεγες;
Τι άλλο ζητάς;
Κι όταν μόνος θα νιώθεις,
θα σε επισκέπτονται καράβια.
Θα σου χαρίζουν ιστορίες,
από χώρες μακρινές, ίσως από εκείνη...
Μόνο τα νησιά θα είναι
ακίνητα στον χρόνο,
σαν εσένα...
Έλα, μην κλαις...
Αυτό δεν έλεγες οτι θέλεις;
Να κρατήσεις τις στιγμές σου μαζί της;
Να μείνει σε εσένα η ανάμνησή της;
Να την αγαπάς για πάντα;
Σκέψου...
Τα βράδια η φωνή της,
να σε κοιμίζει από την άκρη της θάλασσας θα έρχεται.
Αφού αυτό σου λείπει περισσότερο...
Και που ξέρεις;
ίσως να δώσω σε μια γοργόνα τη μορφή της,
για σένα...
"νερό, ήλιος+εσύ" δεν σου είχε πει;
Ταξίδια μαζί της δεν θέλεις;
Βούτηξε...
Απόγευμα Πέμπτης το σώμα του αγκάλιασε τα κρύα νερά μιας αγριεμένης θάλασσας. Ώρες αργότερα, τον βρήκαν ασυνήθιστα ζεστο, με ένα χαμόγελο χαραγμένο στο προσωπό του... Ενα μαύρο κασκόλ έπλεε δίπλα του. Χόρευε μαζί του σε έναν γλυκό ρυθμό που έδινε ένα απαλό φως από τα βάθη της θάλασσας.Το μόνο που κανείς δεν κατάλαβε ήταν γιατί τα χείλη του ήταν βιαστικά βαμμένα κόκκινα...