ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ
Μέσα στο μικρό το σπίτι, ημιώροφος
ζει ένα μικρό σπουργίτι, κρύβεται απ’ το φως.
Χρόνια τώρα με ρωτάει που είναι η ζωή,
αν ο κόσμος προχωράει έξω απ’ το κλουβί.
Ήταν ένα μεσημέρι που ατένιζε
και τα καστανά φτερά του πάλι χτένιζε
μια του δίνει να πετάξει, έπαθε ζημιά
δε συνήθιζε ν’ ανοίγει έτσι τα φτερά.
Του τσαλάκωσε τη μούρη η πτώση του αυτή
...κι αν πετούσε το γαϊδούρι, αυτό ήταν πουλί!
Το σπουργίτι θυμωμένο κάνει απόκριση:
«Κοίτα τώρα τι θα πει ανασυγκρότηση».
Παίρνει φόρα, ανεβαίνει πάνω στο σκαμπό
κι από κει ως τη ντουλάπα, βρίσκει προορισμό
ήρθε η ώρα να διανύσει τα χιλιόμετρα
στα παράθυρα να φτάσει τα επόμενα.
Ως στην άκρη της ντουλάπας όταν στάθηκε
κάτι μπήκε στο μυαλό του και μαράθηκε.
Πόσα χρόνια είχε χάσει δε θυμότανε
κι αν ποτέ είχε πετάξει αναρωτιότανε.
Ίσως τελικά δεν είναι για τους ουρανούς,
επιτέλους πότε θα το καταλάβει ο νους.
Μέσα στο χρυσό κλουβί του πάλι κλείστηκε
σε κανένα μη μιλήσει τότε ορκίστηκε.