Ποια λέξη κρύβει άραγε αυτό που θες να νιώσεις
και πλέον ποιο συναίσθημα δεν έχει ειπωθεί ;
Ποιο λήμμα, δήθεν εύηχο, τη ρίμα θα σου δώσει
με τρόπο ακατέργαστο, χροιά ποιητική ;
Ποιο έργο σου βελτίωσες χωρίς να καταστρέψεις ;
Ποια χασμωδία κατάφερες να εναρμονιστεί
σε στίχο δίχως άξονα, στις σκόρπιες σου τις σκέψεις,
με φράσεις τόσο ορφανές από ουσία μεστή ;
Για ποια δουλειά ανέμπνευστη μπορείς να καμαρώσεις,
όταν κυλούν αγόγγυστα οι στίχοι στο χαρτί ;
Του μόχθου σου την ένσταση αντέχεις να προδώσεις
όταν μαζί σου αγωνιά μην απαξιωθεί ;
Η σπίθα σου η πιο πρόσφατη κουβέντα δε σου λέει,
στο ύψος του συνθέτη της ήλπιζε να σταθείς
τώρα μονάχη στέκεται παράμερα και κλαίει
που στο συρτάρι κρύβεται του στείρου ποιητή.
Μα ο ποιητής και αν γέρασε αρνείται να συλλάβει
ότι απέχει η έμπνευση από την εμμονή.
Τους πιο σπουδαίους στίχους του μες το συρτάρι θάβει
μήπως κανείς κακεντρεχής βρεθεί για να του πει :
"Τι εύκολα που οι στιγμές του σήμερα
φέρνουν στο νου τους κόπους μιας ζωής
και ομολογούν τα έργα τους τα εφήμερα
όταν τους συναντήσουνε οι στίχοι της στιγμής! "