Κάποτε ήμουν άνθρωπος, το αναγνωρίζω.
Σε υμνώ που μου θύμισες εκείνα τα απογεύματα που
με ντροπή σε κοίταζα.
Δεν κατάφερα να σου μιλήσω τότε, έτσι θυμάμαι...
Κάποτε ήμουν άνθρωπος και στην κορυφή μου εκεί ψηλά
αγνάντευα τον ουρανό που υποκλινόταν στα βουνά.
Και με δυο κατοστόκομπα κομποσκοίνια καλούσα δαίμονες τυφλούς.
Αλυχτούσαν, μα δε τολμούσαν μπρος μου ν' εμφανιστούν.
Ίσως γιατί όταν ήμουν άνθρωπος
προσπέρασα δυο αμαρτήματα βαριά.
Δεν σκότωσα και δεν σκοτώθηκα.
Μόνο με δυο αρπάγες γαντζώθηκα, θρασύς, απ' τα φτερά ενός αγγέλου.
Τιμωρήθηκα σκληρά, και δεν είμαι άνθρωπος πια.
Μπορεί και να μην ήμουν ποτέ.
Τώρα πια δεν νιώθω,
δεν ζω και δεν υπάρχω.
Γνωρίζω τα πάντα που έγιναν και όλα όσα θα γίνουν.
Θυμάμαι πως κάποτε φύτρωσα απ' ένα λάχανο.
Ύστερα έπαιξα βιολί
και στις δυο μέρες απάνου παντρεύτηκα.
Εύχομαι να υπήρχα για να μπορώ να μείνω αιώνιος.
Πλέον δεν αντιλαμβάνομαι την φύση, μα σε υμνώ, όπως παλιά... αρχέτυπα.
Σε δοξολογώ στο μεταίχμιο της ημέρας με την νύχτα,
στην υπόκλιση της πλάσης μπρος στον θάνατο.
Για χιλιάδες χρόνια θυμάμαι, μα δεν μπορώ να αποδείξω
τίποτα...
28.04 ...στην κορυφή των καιρών μου.