Ξάφνου το ένιωσα
πως όλο και λιγότεροι απομέναμε
σ’ αυτή τη διαδρομή την κακορίζικη
όπως τη βάφτιζαν σοφοί και νικημένοι.
Κενές οι θέσεις τώρα γύρω μου
δίχως μια παρουσία να τις βαστάει κοντά μου
δίχως μαζί, δίχως παντού, δίχως ανάρμοστο κουράγιο.
Κι η πίστη μου στον προορισμό γίνεται κούραση
έκδηλη, στα μάτια νυσταγμένου οδηγού
που ανυπομονεί για μία στάση.
Μα όλοι εκείνοι πως χάθηκαν προσεκτικά και αθόρυβα
σαν κλέφτες με μόνο κλοπιμαίο τη φυγή τους;
Μα οι ιδέες με το όμορφο τους περιτύλιγμα
με τη ζεστή τους όψη, πως κατέληξαν
το χώμα να πατούν νεκρές, σαν εγκαταλελειμμένα σπίτια;
Μα κάθε σύνθημα πως έμεινε έτσι άρρυθμο,
πως στέγνωσε ολάκερο στο στόμα, σαν φυλλωσιά
ανοιξιάτικη που δεν τη σέβεται ο ήλιος;
Κι εμείς αλήθεια πόσο θα αντέξουμε ακόμα;
Κι όμως δε θέλαμε πολλά για να χαμογελάμε.
Έφτανε μόνο μια καλημέρα να αχνίζει στον καφέ πρωινού
μία κουβέντα ανόθευτη στα μεταξύ μας λόγια
μια σκέψη αλύγιστη που δεν τυπώνεται στις τράπεζες
ένα τραγούδι που μόλις κάποιος το ‘χε γράψει
μια φιλία ακαμουφλάριστη από περίσσια ρούχα
ένα πιάτο φαΐ που δε χρωστάμε σ’ άλλον.
Κι ίσως ένα κομμάτι ουρανό να αντανακλά ζωή
τις νύχτες, με μια ζωή ολοκαίνουρια
να αστράφτει στα κορμιά μας.
Κι όσοι μας εγκατέλειψαν άραγε τι προσμένουν παραπάνω;
Κι αν κρύφτηκαν στον ίσκιο της σημαίας
που με καμάρι ανέμιζαν,
κι αν αποστήθισαν ξανά τις γονικές τους συμβουλές
κι αν παντελόνια εφαρμοστά σφίγγουν τα βήματά τους
κι αν χάρτινες συναλλαγές το μέλλον τους ορίζουν
πόση ελπίδα να χωρούν στου σαλονιού
την οικογενειακή φωτογραφία;
Λίγοι, λιγότεροι και ακόμα και πιο λίγοι
τώρα πια προχωρούμε σαν τρομαγμένο υπόλοιπο
διαίρεσης, που δείχνει αμελητέο μπρος στο σύμπαν.
Έχουμε δρόμους και καιρούς να διανύσουμε,
αγριεμένα πρόσωπα, μπρούτζινες υποσχέσεις
και όνειρα ιδρωμένα για να προσπεράσουμε.
Το βάδισμα μας αντίθετα διαβαίνει
από όπου υψώνονται στέγες βαριές και νοικιασμένες
κι αντίθετα από όπου στέκουν οχήματα επιβλητικά
με αγχωμένες δόσεις τυλιγμένα.
Αντίθετα από όπου ξεδιπλώνονται εφημερίδες
με σαλιωμένα φύλλα εμετικά
και αντίθετα από κείνη τη φωνή
του γυάλινου παρουσιαστή που όλο χρώματα αλλάζει.
Το βάδισμα μας πάντα αντίθετα,
όλο ζυγώνει σε εκείνο το ξημέρωμα
που η αυγή γνέφει σαν μάνα στοργικά
προς τους θνητούς αυτού του κόσμου.
«Μα μέχρι πότε;»
Ένας ψίθυρος ακάλεστος στάθηκε ανάμεσα μας
δίχως κανείς μας να μιλά, δίχως κανείς να ξέρει
πως βρέθηκε εδώ πέρα.
Μια λερωμένη ερώτηση, κρυφή
σαν μια παγίδα που έχουν στήσει κυνηγοί
καταμεσής του δάσους.
«Μέχρι μονάχα να χαμογελάμε» απάντησα
φωνάζοντας για να ακουστώ σε μένα πρώτα.
Μετά πάλι κινήσαμε νιώθοντας
τόσο σίγουροι, σχεδόν σαν νικητές.