Σαν μαθητής που περασε αιώνες στα θρανία
και μαχητής που γέρασε διαβάζοντας βιβλία
αμήχανα του δρόμου μου ακούω τον κανόνα
στην έξω μου ανεμελιά, τον μέσα μου αγώνα.
Μιας μοίρας νιώθω κύματα, ενός χορού τις σβούρες
μουγγοί στέκουν ορίζοντες βουβές ανεμοδούρες
πορεία διχως σχέδιο και πως να στο εξηγήσω
ζωή χωρίς κατεύθυνση δε ξέρω πως να ζήσω.
Δευτέρα το παράπονο με πιάνει και δακρύζω
κορμί διχώς εσώψυχα και άνεμος ζυγίζω
Τετάρτη πάλι τ' όραμα αγγίζω μπερδεμένος
σε χάους τυπολόγιο τα υπόριζα χαμένος.
Σαν φύλλο νιώθω κίτρινο που πήρεν ο αέρας
και σαν σκοπός αδέξιος μιας ξύλινης φλογέρας
του μέλλοντος αινίγματα, διατάγματα της Τύχης
οι στόχοι που ξεχάστηκαν και δε θα τους πετύχεις.
Σαν ζάρι τώρα τριγυρνώ σε αβέβαια πεδία
στοιχήματα παράνομα που λύνονται με βία
όσα χαθήκαν στην σιωπή και όσα περιμένω
στης Τύχης πάλι θα με βρούν τα χέρια αφημένο.