Τον άντρα αυτό τον δύστροπο
πες μου θεά που χρόνια
γυρνούσε στα μπαλκόνια
και μες στων καφενείων
μαγνήτες των ηχείων
έσπρωχνε στο χαρτί.
Τώρα μυρίζει κάτουρο,
Νέρων κρεβατομένος
τρεις μήνες ξεχασμένος
μέσα στην κλινική
φιγούρα πατρική
που δεν χορταίνει βία.
Τσέπες γεμάτες δίφραγκα
μοιάζει σαν να κοιμάται
τώρα μονό θυμάται
γόνατα τρυπημένα
πόσα πολλά θλιμμένα
χωράει μια Κυριακή.
Ίδια μονάχα η θάλασσα
κι αυτή που τρώει άντρες
μες στων σχολειών τις μάντρες
καθώς γυρίζει η μπάλα
και δεν την νοιάζει στάλα
αν έχεις ηττηθεί.
Μπήκε ο χορός στην κάμαρα
βγήκανε πρώτοι οι ξένοι
μια πράξη τώρα μένει
να πέσει η αυλαία
κι εγώ δεν έχω ιδέα
που θα πρωτοταφεί.
Σ' αυτή την γη που σκλήρυνε
πάνω στις μαύρες πέτρες
τις τελευταίες μέρες
προσεχτικά πατώ
κι αντίστροφά μετρώ
τον χρόνο που μου μένει.
Χρόνια πολλά
δεμένοι
σε ξύλινο σκαρί.