Εμφάνιση μηνυμάτων

Αυτό το τμήμα σας επιτρέπει να δείτε όλα τα μηνύματα που στάλθηκαν από αυτόν τον χρήστη. Σημειώστε ότι μπορείτε να δείτε μόνο μηνύματα που στάλθηκαν σε περιοχές που αυτήν την στιγμή έχετε πρόσβαση.


Θέματα - ΧΩΡΙΑΤΗΣ

Σελίδες: 1 2 [3] 4 5 6 ... 10
51

Ήλιος Θεός, Ήλιος Χριστός,
Ήλιος Μωάμεθ, Βούδας,
σκοτάδι βγαίνει ο θάνατος,
Εφιάλτης και Ιούδας.


Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
πίνω τη μέρα φως μου,
κάνω τα δάκρυα όνειρα
μες τις καρδιές του κόσμου.


Ήλιος θεός, Ήλιος θνητός,
Σωκρατικός προφήτης,
φωτιά που πέφτει από ψηλά,
κι ένας Θεός αλήτης.


Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κεριά μες το σκοτάδι,
σκορπάει ο χρόνος τα όνειρα,
μα αυτά γυρίζουν βράδυ.


Ήλιος Θεός, Ήλιος λαμπρός,
Ήλιος Ερμής και Απόλλων,
σαν πληγωμένος έρωτας
σε αυγές ονειροπόλων.


Κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά,
κατάματα στον Ήλιο,
ένας δραπέτης άνεμος
σε ονειρικό βασίλειο.

52

Αυτό που φαίνεται σιωπή,
σαν παγωμένο χιόνι,
πουλιά πάνω στα σύρματα
της μουσικής μου οι τόνοι.


Αυτό που απλώνει σαν φωτιά
σε ξεραμένα φύλλα,
αντίδοτο στα θαύματα,
σκουλήκι μες τα μήλα.


Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
συμβολικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.


Αυτός που ψάχνει θάνατο,
τη μοναξιά του ψάχνει,
ένα κουνούπι μόνο του
τροφή για την αράχνη.


Αυτό που ήλιος φαίνεται,
λογίζεται σαν άστρο,
φωτίζει τα περάσματα
στης λησμονιάς το κάστρο.


Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
ρητορικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.


Αυτό που πέφτει σαν σκιά,
σαν μαύρη σκοτοδίνη,
άλλη το λένε πόλεμο
κι άλλοι το λεν' ειρήνη.


Αυτός που ψάχνει θάνατο,
άλλο δεν περιμένει,
δεν βρίσκει χώρο τ' όνειρο
σε μια ψυχή θλιμμένη.


Αυτός που ψάχνει θάνατο,
δεν ψάχνει τη θυσία,
μα στη ζωή που έζησε
δεν βρήκε σημασία.


Αυτό που γράφω με οργή
και με μελάνι μαύρο,
αναρχικό παράπονο,
τη λευτεριά μου να 'βρω.


Αυτό που γράφω με οργή
και με βαθύ μελάνι,
αδιέξοδο παράπονο
όμως θα με τρελάνει.

53

Η θλίψη ξαναφάνηκε σαν γέρικη φιγούρα,
σε ένα προφίλ του μέλλοντος, σκιά του διαδικτύου,
αρρωστημένος άνεμος που κίνησε μια σβούρα
σε μια σελίδα εικονική ηλεκτρικού φορτίου.


Η θλίψη τώρα κάθεται σαν μύγα στην οθόνη,
σε πληκτρολόγιο απρόσωπο που δεν μιλά, μα γράφει,
η μοναξιά ξανάρχεται μ' άλλη μορφή σκοτώνει,
καλωδιωμένος θάνατος με μυρωδιά από θειάφι.


Τα όνειρα μπαγιάτισαν, τα μάτια πια δεν κλαίνε,
σ' ένα στημένο διάκοσμο ακίνητων εικόνων,
ατροφικά αισθήματα και οι καρδιές δεν καίνε,
τα λόγια μοιάζουν με άψυχες κραυγές των τηλεφώνων.


Τα οράματα σταυρώθηκαν σε ψηφιακούς δυνάστες,
υψώσαν τα παράσιτα δική τους βασιλεία,
ξεθάψανε και κάψανε αστούς και μετανάστες
σε νέα μέτρα φτιαξανε για πάντα τη φιλία.


Το μέλλον ξαναγράφεται σε άδεια μπαταρία,
αρρωστημένο κι άσχημο, δεμένο με καλώδια,
σαν διαρροή ο έρωτας με ηλεκτρική κυρία,
φαντάζει βραχυκύκλωμα σε ιδρωμένα πόδια.


Η θλίψη τώρα γράφεται με ασύρματη γραφίδα,
σε ένα παρόν που ελέγχεται σε αγορασμένη βάση,
ο κόσμος όλος ντύνεται με προστασίας ασπίδα
και ο φορτισμένος θάνατος σε ανεβασμένη τάση.

54

Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου από κοντά,
ξάφνου γίνονται κυρίες
με τα πόδια ανοιχτά.


Ξεπουλούν την παρθενιά τους
σε μια δύσκολη στιγμή
και τα εύκολα κορμιά τους,
σε μια ανοίκεια πληρωμή.


Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου από κοντά
γράψανε τις ιστορίες,
μα βουλιάξαν στα ανοιχτά.


Αρνηθήκαν τις αιτίες
που μας έφεραν εδώ,
τώρα μοιάζουνε αστείες
χωρίς μέτρο και φειδώ.


Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου ολοταχώς,
βγήκαν έξω από πορείες
και χαθήκαν δυστυχώς.


Ανταλλάξαν καταιγίδες
με σταγόνες της βροχής
και βουλιάξαν σε παγίδες
της πιο ψεύτρας εποχής.


Οι δικές σου θεωρίες
και οι δικές μου τώρα πια,
ζωγραφιές σε γαλαρίες
και σε απόμερα γιαπιά.


Κι ήρθε η ώρα για τις πράξεις,
μα έγινε το φως σκιά
και η ελπίδα για να αλλάξεις
έχει γίνει πια γριά.


Κι ήρθε η ώρα για τις πράξεις,
μα έχει πέσει πια σιγή
και η ελπίδα για να αλλάξεις
μες το ψέμα έχει πνιγεί.

55

Στα χέρια μου σε κράτησα και πάλι,
σε νύχτα πληρωμένη του χαμού,
προτού η άγρια μέρα θα προβάλλει
σαν δόνηση στα όρια ενός σεισμού.


Στα χνάρια σου απόψε εγώ θα πέσω
το απόστημα να σπάσω του χιονιά,
το θέλω, το πιστεύω, θα μπορέσω
να ρίξω τη ρουτίνα στα σκοινιά.


Στο πλάι σου απόψε τοξοβόλος,
με βέλος που ουρλιάζει και πεινά,
μιας άνοιξης παλιάς ονειροπόλος
σε οράματα βαθειά και αληθινά.


Στα χέρια μου σε κράτησα και πάλι,
σε νύχτα πληρωμένη και σκληρή,
σαν σύννεφο μικρό, σαν προσκεφάλι,
προτού η νέα μέρα σε χαρεί.


Απόψε στο σκοτάδι θα παλέψω,
να 'βγω από παραμύθι των παιδιών,
θα 'βγω για λίγο μόνο να σε κλέψω
για πτήσεις σε ουρανούς των αστεριών.


Στο πλάι σου σπουργίτι και γεράκι,
θα μείνω στη φωλιά σου να κρυφτώ,
χαρίζω τις φωτιές όπως οι δράκοι
πριν πέσω στης αράχνης τον ιστό.


Στο πλάι σου μυρμήγκι και λιοντάρι,
θα μείνω λίγο ακόμα ζωντανός,
σε γνώριμο νησί όπως οι γλάροι
κρωάζω ευτυχισμένος και κοινός.


56

Η Ζωή ξεκίνησε το μακρινό ταξίδι για το άγνωστο, με ένα ποτήρι γάλα για το δρόμο. Στη πορεία της είχε συντρόφους τον ήλιο, τη σελήνη, τη δροσιά της θάλασσας και τα αναμμένα τζάκια των σπιτιών.
Η Ζωή όπως και κάθε οδοιπόρος σταματούσε συχνά να ξαποστάσει ακούγοντας τους ήχους των πετούμενων, τα γέλια και τα κλάματα των παιδιών που παίζουν μπάλα στις αλάνες, στους δρόμους και στα σαλόνια των διαμερισμάτων.
Καθώς προχωρούσε,πείνασε και τρύγησε δυο τσαμπιά σταφύλια για να φάει και να μεθύσει από τη χαρά τους.
Μετά ένοιωσε να μεγαλώνει, να ερωτεύεται και να πονάει.
Υπήρχαν στιγμές που αγαπούσε όλο τον κόσμο και άλλες φορές που ήθελε να πεθάνει.
Υπήρχαν ώρες που γελούσε, γελούσε ασταμάτητα και μετά έκλαιγε τόσο πολύ που άδειαζε και στέγνωνε η ψυχή της και τότε σώπαινε και δεν μιλούσε για μέρες, για χρόνια για αιώνες.
Και συνέχιζε να μεγαλώνει.
Το πρόσωπό της τώρα έχει σκληρύνει και τα μάτια της βγάζουν φωτιές.
Ο δρόμος τώρα έχει γίνει κακοδιάβατος, γεμάτος πέτρες και αγκάθια, γεμάτος καρφιά, γεμάτος ψέματα και ατέλειωτη κακία, μα πρέπει να προχωρήσει.
Ο ουρανός, τώρα, έχει γεμίσει σύννεφα και η οσμή της βροχής έχει ποτίσει τα ρουθούνια της.
Σε λίγο θα αρχίσει να βρέχει αλλά πρέπει να συνεχίσει.
Τώρα η βροχή πέφτει δυνατά και ασταμάτητα μα η Ζωή προχωρά.
Τα χωράφια πλημμύρισαν, οι δρόμοι έγιναν ποτάμια, τα μάτια ξεχύλισαν από δάκρυα, κάποια όνειρα πλύθηκαν και κάποια πνίγηκαν μέσα στο νερό, αλλά η Ζωή συνεχίζει.
Ξαφνικά έπαψε να βρέχει, βγήκε ένας μεγάλος ήλιος, ένας μεγάλος φίλος.
Μπροστά, σε μικρή απόσταση, φαίνεται μια μεγάλη πόλη, άλλη μια πόλη στο πέρασμα της.
Μια πολιτεία γεμάτη κόσμο, μεγάλη κίνηση στους δρόμους, μεγάλα κτίρια, φωτεινές επιγραφές που διαφημίζουν τα πάντα αλλά χωρίς χαμόγελα, χωρίς ψυχή.
Όλα, μα όλα είναι εμπόριο.
Πολλές οι ευκαιρίες για χρήμα, για συνήθεια, για μιζέρια και μπόλικη θλίψη.
Σταμάτησε σε ένα εστιατόριο στο λιμάνι, για να φάει και να πιεί λίγο νερό.
Κάθησε σε ένα τραπέζι κοντά σε παράθυρο για να βλέπει τη θάλασσα γιατί της είχε λείψει πολύ καιρό τώρα.
Δεν πεινούσε πολύ, απλά ήθελε να βρεθεί δίπλα σε ένα παράθυρο να κοιτάζει τη θάλασσα.
Αγαπούσε την αίσθηση του λιμανιού έστω και σαν εικόνα.
Φαντάστηκε ότι βρισκόταν μέσα σε ένα πλοίο.
Καθόταν σε μια καμπίνα και αγνάντευε το νερό, το κύμα, άκουγε φωνές, βρισιές από ναυτικούς, τα ποτήρια να τσουγκρίζουν μεταξύ τους και το ουίσκι να χύνεται σε διψασμένα λαρύγγια, να χύνεται στο πάτωμα, να σκορπίζεται στο χώμα των χαμένων τους τόπων όπως σκορπίζεται ο ιδρώτας τους, το αίμα τους, ο καθημερινός τους βίος σε έναν ατελείωτο θάνατο και να προσμένουν συνεχώς την ανάσταση, για τη μάνα τους, για τις φωνές των παιδιών, για τα μάτια που πεθύμησαν.
Η ώρα είχε περάσει, νυχτώθηκε χωρίς να το καταλάβει βυθισμένη στις σκέψεις της.
Πλήρωσε και έφυγε βιαστικά για να προλάβει το επόμενο τρένο.
Κάθησε στο δεύτερο βαγόνι, περίπου στη μέση, σε ένα κουπέ, μαζί με άλλους τρεις, δίπλα στο παράθυρο.
Ήταν δύο γυναίκες και ένας άντρας και κουβέντιαζαν χωρίς σταματημό λες και βιάζονταν να μιλήσουν για όλα όσα έχουν περάσει μέχρι να κατέβουν, ο καθένας στον προορισμό του.
Μιλούσαν συνεχώς σε μια ατελείωτη συζήτηση για το ταξίδι, για την επικαιρότητα, για χαμένα πρόσωπα, για χαμένα όνειρα και στο τέλος έλεγαν ανέκδοτα για τρελούς και μαύρα ανέκδοτα και πότε γελούσαν και πότε έκλαιγαν για να περάσει η ώρα και να φτάσουν στο τέλος της διαδρομής.Η Ζωή δεν έλεγε τίποτα,τους άκουγε αλλά κοιτούσε συνεχώς προς τα έξω, πάντα αυτό έκανε όταν ταξίδευε με τρένο, με αεροπλάνο, με πλοίο, με αυτοκίνητο, γιατί αγαπούσε τις εικόνες, τη φύση, το χρόνο που την κρατούσε ζωντανή.
Κάποια στιγμή, κουρασμένη καθώς ήταν, ένοιωσε τα μάτια της να βαραίνουν και έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Όταν ξύπνησε ένοιωσε σαν να είχε περάσει πολύς καιρός, μέρες ολόκληρες, μήνες, χρόνια.
Αυτοί που καθόντουσαν δίπλα της στο κουπέ, ήταν εκεί και κουβέντιαζαν ακόμα μα πρόσεξε ότι είχαν αλλάξει πολύ, τα πρόσωπά τους είχαν γεμίσει ρυτίδες, τα μαλλιά τους είχαν ασπρίσει, αλλά δεν σταματούσαν να λένε τις ιστορίες τους.
Γύρισε το κεφάλι προς το παράθυρο, έξω το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, όλα έξω ήταν σκεπασμένα από το παχύ στρώμα των νιφάδων του, και δεν πρόσεξε ότι η φύση είχε αλλάξει, η γη είχε αλλάξει.
Στο επόμενο σταθμό κατέβηκε και συνέχισε με τα πόδια.
Καθώς προχωρούσε, συνάντησε ένα μικρό παιδί με μια σχολική τσάντα στον ώμο.
Το παιδάκι βιαζόταν να φτάσει στο σχολείο του γιατί είχε αργήσει.
Η Ζωή του είπε πως θέλει να πάνε μαζί εκεί γιατί ήθελε να αναπνεύσει αέρα καθαρό, να ξαναβρεί την ανόθευτη αλήθεια που είχε να συναντήσει καιρό, σε ένα πρότυπο χώρο, σαν πυξίδα για τη συνέχειά της.
Όταν έφτασαν, χαιρέτησε τον μικρό μαθητή και κάθησε σε ένα παγκάκι μέσα στο προαύλιο του σχολείου και τραγούδησε με τα στόματα των παιδιών, μετά σηκώθηκε και χόρεψε με τους ρυθμούς τους, στο διάλειμμα έπαιξε ποδόσφαιρο μαζί τους, γέλασε με τις πλάκες τους, σκούπισε το αίμα από τα φθαρμένα τους γόνατα, ταξίδεψε με τα όνειρα τους, έγινε ένα με αυτά.
Μετά βρέθηκε πάλι στο δρόμο και περπατούσε για πολλές ώρες μέχρι που νύχτωσε για τα καλά.
Η Ζωή αισθανόταν,τώρα, πολύ κουρασμένη και ήθελε να βρει ένα κατάλημμα για να περάσει τη νύχτα.
Σε λίγο βρέθηκε σε ένα μικρό σπίτι μέσα σε ένα δάσος, το μοναδικό σε αυτό το μέρος.
Ήταν μια απλή, ξύλινη κατοικία χωρίς παράθυρα, με μια θολωτή πόρτα στο πίσω μέρος του.
Ηταν μια περίεργη, μικρή και πολύ παλιά παράγκα, αλλά έκανε πολύ κρύο έξω και αφού δεν υπήρχε κάτι άλλο πρόχειρο εκεί κοντά, αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα.
Χτύπησε αρκετές φορές αλλά δεν πήρε καμμιά απάντηση μα καθώς ακούμπησε το χέρι της πάνω στην πόρτα, αυτή άνοιξε.
''Είναι κανείς εδώ;'' ρώτησε δισταχτικά, στην αρχή και μετά πιο δυνατά αλλά δεν πήρε καμμιά απάντηση.
Προχώρησε προς τα μέσα και τότε ένα φως πλημμύρισε το δωμάτιο.
Η Ζωή ξαφνιασμένη μα όχι φοβισμένη εστίασε το βλέμμα της προς την εσωτερική πόρτα που άνοιξε δίπλα της.
Μπροστά της παρουσιάστηκε ένας λευκοφορεμένος και βαθειά γερασμένος άνθρωπος ο οποίος, μόλις την είδε χαμογέλασε πλατιά και την καλωσόρισε θερμά. Το όνομά του ήταν Χρόνος.
Η Ζωή ήταν η πιο αγαπημένη κόρη του.
Την παρακολουθούσε πάντα σε όλες τις στιγμές του ταξιδιού της γιατί μαζί της ταξίδευε και αυτός για να γνωρίσει τη γη και τους ανθρώπους της.
Κάθησαν και μίλησαν για αρκετή ώρα, για αυτά που είδε και συνάντησε η Ζωή στο έως τώρα πέρασμά της από τους δρόμους που περπάτησε, τα μέρη που αντίκρυσε και τους ανθρώπους που αντάμωσε.
Όταν ξημέρωσε, αφού χαιρέτησε τον αιώνιο γέρο, σηκώθηκε να φύγει, να βιώσει νέες περιπέτειες που θα ανανέωναν την πορεία της.
Περπατώντας για μεγάλο διάστημα, συνάντησε πολλά ζώα μέσα στο δάσος, άγρια ζώα, μα διέκρινε στα μάτια τους ένα φόβο που πήγαζε από τις δυσκολίες της καθημερινότητάς τους αλλά και την αγωνία για το προσεχές άγνωστο...


57

Οι ώμοι σου βαρύναν,
μα εσύ δεν ξεπουλάς
το αίνιγμα του κόσμου και τα πάθη,


ανθρώπων αμαρτίες
στην πλάτη κουβαλάς,
πηγαίνοντας στα πέρατα, στα βάθη.


Τα χέρια σου πληγώνουν
αμέτρητα καρφιά,
του σήμερα ρουφιάνοι, καταδότες,


τριάκοντα αργύρια
χαμένα στα χαρτιά,
παιγμένα μοιρολόγια μ' άθλιες νότες.


Τα μάτια σου δακρύζουν
σ' αιώνια ερημιά,
τον κόσμο διαφεντεύουν φαρισαίοι,


διασύρουν την ψυχή σου,
σε άψυχα κορμιά,
νεκροί κατά χιλιάδες ναζωραίοι.


Οι ώμοι σου βαρύναν
αιώνες στο σταυρό,
το αίνιγμα του κόσμου για να λύσεις,


στον άνθρωπο χαρίζεις
χαμένο θησαυρό,
το μαύρο του θανάτου να διαλύσεις.


Στον κόσμο αυτό που τρέχει
ταχύτητες φωτός,
πληγώνονται τα λόγια που 'χες δώσει,


Ιούδας Ισκαριώτης
βαφτίστηκε πιστός,
και βρήκε πάλι τρόπο να προδώσει.


Οι ώμοι σου βαρύναν,
ως πότε θα φυσάς,
ελπίδα μες τα όνειρα που σβήνουν,


παλαίμαχος σωτήρας,
ζητιάνος ή πασάς,
με λόγια που παλεύουν για να μείνουν.

58

Ο χρόνος έχει όνομα
και λέγεται κλεψύδρα,
ταξίδι για την Ύδρα,
για Σπέτσες και Ψαρά,


Γυρνάς σε μέρη αυτόνομα
και σε κρυμμένα ύψη,
ζωή που σου 'χει λείψει
και πάντα σε αφορά.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο,
κρύβει χαρά και δάκρυ,
όμως δεν έχει άκρη,
διασχίζει όλη τη γη,
,
έχει ένα λόγο αθάνατο,
για Έβρο και Ροδόπη,
ευλογημένοι τόποι
.για ατέλειωτη φυγή.


Ο χρόνος έχει όνομα
και λέγεται νυστέρι,
κατάμαυρο μαχαίρι
και αδάμαστη οργή,


γυρνάς σε μέρη αυτόνομα,
σε Μάνη και σε Κρήτη,
σπηλιές του Ψηλορείτη
σε Ξένια βγάζουν γη.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο,
χωρίζεται σε μνήμες,
ταξιδεμένες ρίμες
σε θύλακες του νου,


έχει ένα λόγο αθάνατο
για τα νησιά τα Ιόνια,
σε μονοπάτια αιώνια
θάλασσας και βουνού.


Ο χρόνος έχει όνομα
και κρύβει μεσημέρια,
ήλιους και καλοκαίρια,
βραδιές και πρωινά,


γυρνάς σε μέρη αυτόνομα,
σε γνώριμα λιμάνια,
σε καφενείων χαρμάνια
στης Εύβοιας δειλινά.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο
και παρελθόντος θλίψη,
μα δεν μπορεί να κρύψει
τον πόνο στην καρδιά,


έχει ένα λόγο αθάνατο
για λίμνες και ποτάμια,
για θολωμένα τζάμια
στου Ολύμπου τα χωριά.


Ο χρόνος έχει όνομα,
σκορπίζεται κι ανήκει
σε μια Θεσσαλονίκη,
την κόρη του βορρά,


γυρνάς σε μέρη αυτόνομα
με τρένο που διασχίζει,
Ελλήνων γη μυρίζει,
τη γη που σε αφορά.


Ο χρόνος κρύβει θάνατο,
μα τέλος δεν θα φέρει,
μια άνοιξη προσφέρει
με ήλιο και φωτιά,


έχει ένα λόγο αθάνατο
για αθάνατη πατρίδα,
γι' αυτήν θα γράφει ελπίδα
κι ιδιαίτερη ματιά.

59

Πίσω από τα ακριβά βλέμματα των ανθρώπων κρύβεται η θλίψη.


Έχει την όψη κορακιού που ήθελε να είναι αετός και λιοντάρι.


Οι ψυχές δεν γερνούν ποτέ μόνο δυναμώνουν, αδυνατίζουν, ή χάνονται στα λευκά κελιά τους.


Τα τραγούδια είναι ψυχές, οι ψυχές είναι τραγούδια της ειρήνης και της έκστασης.


Η ζωή είναι δρόμος που οδηγεί στο χαμό ή στην ιερή  αδράνεια ανεκπλήρωτων ονείρων.


Τα λάθη αμέτρητα, ο πόνος δεν τελειώνει ποτέ, τα χρώματα ξεθωριάζουν μα προδίδουν τις ανυπότακτες ιδέες που τρέφονταν πάντα με αποκαθηλώσεις, απομυθοποιήσεις και ξεγυμνώσεις παθητικών ενόχων.


Τα χρόνια περνούν, οι σκέψεις όχι.


Τα φώτα χαμηλώνουν, μα ο ήλιος πάντα θα ανατέλλει.


Οι χαρές τελειώνουν μα πάντα θα γράφονται νέες.


Οι αγάπες παλιώνουν μα οι μνήμες δεν θα σβήσουν ποτέ.


Οι ψυχές δεν γερνουν ποτέ, μόνο κρύβονται προσωρινά σε αστρικά λαγούμια απροσάρμοστων θεωριών.


Πίσω από τα ακριβά βλέμματα των ανθρώπων κρύβεται η θλίψη.


Ίσως κάποτε το κοράκι γίνει αετός.


Ίσως γίνει λιοντάρι κατασπαράζοντας όλους τους υποτακτικούς της σύγχρονης κόλασης.

60

Είδαν πολλά τα μάτια μου
στου ουρανού το θρόνο,
τη μια γινόμουν συννεφιά,
την άλλη υδάτινα καρφιά
πάνω στη γη καρφώνω.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σαν γλάρος του πελάγου,
πάνω από πέτρινα νησιά,
τα βαφτισμένα θαλασσιά
απ' την πνοή ενός μάγου.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σαν λεύκα και πλατάνι,
με χαραγμένο τον κορμό,
με μια καρδιά για λυτρωμό,
ψυχούλα να ζεστάνει.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σε φορτηγά καράβια,
στων οριζόντων τις γραμμές,
σκιές που πλέκουν διαδρομές
στου χρόνου τη μοράβια.


Είδαν πολλά τα μάτια μου,
μου 'παν πολλά οι λέξεις,
σε μια φωνή, σε μια πνοή,
σε μια γεμάτη αναπνοή,
θα είσαι ό,τι διαλέξεις.


Είδαν πολλά τα μάτια μου
σε δρόμους χωρίς τέλος,
και ακόμα μένω ζωντανός,
ένας αλήτης ταπεινός
και αλύτρωτος Οθέλλος.

61

Μες τις αυλές των ποιητών μας,
ριζώνει ο χρόνος και επιμένει,
μέσα στα φύλλα του οι θλιμμένοι,
αντιγραφές των εαυτών μας.


Γυάλινα σώματα διαφάνειας,
καρδιές, αιμάτινες θυρίδες
να μαρτυρούν αυτά που είδες
μες τους καθρέπτες της αφάνειας.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι,
που αναζητάς παντού και πάντα,
μες την ομίχλη των σαράντα
βαθειά ψυχή και οφθαλμαπάτη.


Μέσα σε ανώνυμα σημάδια
κρύβονται οι λύπες που μας ζώνουν,
τα καλοκαίρια θα μας σώνουν
απ' του χειμώνα τα σκοτάδια.


Σε χίλια μέτωπα παλεύεις
μέχρι το τέλος του αγώνα,
να βγεις απ' έξω απ' την εικόνα,
άλλη ταυτότητα γυρεύεις.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι,
το σιωπηλό σου μεγαλείο,
φτιαγμένο απ' όνειρα βιβλίο,
μαύρο κοράκι και άσπρο άτι.


Πάνω στο χώμα του ονείρου
μοιάζει ο χρόνος με ένα δέντρο,
φτάνουν οι ρίζες του στο κέντρο
αυτού του κόσμου του απείρου.


Κι αν ζώνουν φίδια τα κορμιά μας,
πελώρια ψέματα μιζέριας,
πάντα οι κραυγές κάποιας ιέρειας
θα πυρπολούν την ερημιά μας.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι,
δίνει σε κάποιους τα φτερά του,
πετάει ο καθείς με τη σειρά του
για της αλήθειας το παλάτι.


Κερνάει ο νους αυτό το κάτι
που διαπερνά το πεπρωμένο,
μένει να βρεις που είναι κρυμμένο
το ξεχασμένο μονοπάτι.

62

Πόσα ταξίδια κάναμε στις γειτονιές του Άδη,
σημαδεμένα σώματα, νευρώσεις του μυαλού,
ώρες που 'γράψαν θάνατο, που μύρισαν σκοτάδι
γιατί απ' αλλού κινήσαμε και φτάσαμε αλλού.


Πόσα ταξίδια κάναμε σε νοητούς λιμένες
με δυο ρουθούνια γυάλινα σε τόπους μακρινούς,
ζωές που παραδόθηκαν σε ψεύτικους ποιμένες
σταθμοί που γράψαν θάνατο για τους προσωρινούς.


Πόσα κορμιά σταυρώθηκαν στον γολγοθά της τρέλας,
μέσα στα ψιλά γράμματα, τα πίσω απ' τις γραφές,
ζωγραφισμένα κλάματα παλιάς ακουαρέλας
που γίνονται μηνύματα και του μυαλού τροφές.


Πόσα τραγούδια γράφτηκαν για το λευκό της θλίψης,
σε ωκεανούς της άρνησης, στη σκόνη του κενού,
μορφές στο χρόνο ανένταχτες με χίλιες αναλήψεις,
μικρές σκιές ακίνητες στην άκρη του φανού.


Πόσα ταξίδια κάναμε στις γειτονιές του Άδη,
σε αγχόνες που κρεμάστηκαν στο ύψος τ' ουρανού,
των ξεχασμένων γράμματα που γράφτηκαν σκοτάδι
γίναν φτερά για τ' όνειρο διαχρονικού κοινού.


Πόσα ταξίδια κάναμε στις γειτονιές του Άδη,
καταραμένοι, άυλοι, πολίτες της νυχτιάς,
άυπνα μάτια, κόκκινα, που λάμπουν μόνο βράδυ
που έχουν κρυμμένη μέσα τους τη λάμψη της φωτιάς.


63

Μες τις ανάσες άγριων ζώων θα ανατέλλεις,
μέσα απ' τα δόντια πεινασμένων κροκοδείλων,
πάνω στα λόγια των εχθρών, μα και των φίλων
για μια στιγμούλα πανικού που πάντα θέλεις.


Μέσα στα λόγια των νεκρών λίγο πριν φύγουν,
μέσα στα δάκρυα των δικών τους των ανθρώπων,
πάνω στα χώματα των ξεχασμένων τόπων
σ' άγρια λουλούδια που φυτρώνουν και ανοίγουν.


Πάνω στων δέντρων τους κορμούς γράφει για σένα,
πάνω στις όπλες μαύρων, γέρικων αλόγων,
στα ψιλά γράμματα που κρύβονται στων λόγων
που δεν διαβάστηκαν ποτέ από κανένα.


Μέσα στην πίκρα ενός χαμόγελου που σβήνει,
μέσα στα μάτια που γουρλώνουν απ' τον τρόμο,
πάνω στα δάχτυλα που δείχνουνε το δρόμο
που οδηγεί στη πιο ανυπόφορη οδύνη.


Μέσα στο αμίλητο το βλέμμα θα γεννιέσαι ,
γέρων ανθρώπων που το τέλος περιμένουν,
στα υγρά τους μάτια που το θάνατο υφαίνουν,
ύστατη ελπίδα να αγαπάς και να αγαπιέσαι.


Μέσα στα άυλα της θέλησης χατίρια,
μέσα στα όνειρα που αφήσαμε να λήξουν,
μικρά συμπόσια που σε λίγο θα εκλείψουν
και εσύ κρασί που ξεχειλίζεις τα ποτήρια.


Μέσα στο απέραντο του νου μου το πηγάδι,
μέσα στα όνειρα που κρύφτηκαν στις μνήμες,
φυτρώνεις τώρα νέα λέξη μες τις ρίμες,
εσένα ψάχνω σαν χρυσό και σαν πετράδι.

64

Της τρέλας τα ανορθόγραφα
με ανύποπτες διαθέσεις,
της λογικής αυτόγραφα
ψυχούλας καταθέσεις.


Του χωρισμού τα ανείπωτα,
τα λόγια τα μεγάλα
φλερτάρουν με το τίποτα
σε ραγισμένη γυάλα.


Του έρωτα τ' αντίγραφα
φτιαχτά από πλαστελίνη
φαντάζουν ψευδεπίγραφα
σε απόκρυφη σελήνη.


Η Κίρκη πάντα όμορφη,
γυμνή μεθάει το χρόνο,
σε μια ζωή ιδιόμορφη
χαμογελώντας μόνο.


Του πόθου το παράπονο
ξυπνάει τις ερινύες,
από όνειρο παράφωνο
με χίλιες ερμηνείες.


Της νύχτας τα παράδοξα
θα γράφουν ιστορία
και ας τελειώνουν άδοξα
με δέος και απορία.


Κλεμμένος χρόνος, διάφανος,
σπαρμένος με αντιθέσεις,
αιώνιος γιος πεντάρφανος
σε μύριες υποθέσεις.


Η Κίρκη πάντα όμορφη,
γυμνή κερνάει τα πάθη,
σε μια ζωή ιδιόμορφη
με στολισμένα λάθη.


Η Κίρκη πάντα όμορφη
γυμνή χαμογελάει,
σε μια ζωή ιδιόμορφη
που πάντα θα κυλάει.

65

Κρατάς το λόγο καθαρό
και την ψυχή σου χύμα,
σε μια κρυμμένη άνοιξη
στης απονιάς τη σκόνη,


σαν του ινδιάνου το φτερό
και του τσολιά το βήμα,
κόντρα στην άρρωστη σκιά
που τις καρδιές νυχτώνει.


Κρατάς το νου σου ανοιχτό
και την καρδιά γεμάτη,
αναζητάς τα αρώματα
που τ' άσχημα ομορφαίνουν,


έχεις το γέλιο φυλαχτό
και μια ψυχή φευγάτη,
κόντρα σε χείλη αγέλαστα
που ζουν για να πεθαίνουν.


Μέσα σε χρόνια που γερνούν,
σε χρόνια που βαραίνουν,
τα όνειρα σου κουβαλάς
ακροβατώντας μόνος,


τα καλοκαίρια προσπερνούν,
μα αυτά που σε πικραίνουν
φαντάζουν τόσο ασήμαντα
και μακρινά συγχρόνως.


Κρατάς τα μάτια σου κλειστά
στου νου τα μονοπάτια,
τα πιο μικρά σου μυστικά
σαν τα φτερά θα ανοίγουν,


αρχαία λόγια σκαλιστά,
σε αρχαικά κατάρτια
βαθειά στα πέρατα της γης
με το άχρονο θα σμίγουν.


Κρατάς το λόγο καθαρό
και μια ψυχή φευγάτη,
με αναστημένα θαύματα
απ' τον καιρό της νιότης,


με έναν ζειμπέκικο χορό
στου φεγγαριού την πλάτη,
στο δρόμο με τα όνειρα
για πάντα ταξιδιώτης.


Κρατάς το λόγο καθαρό
ώσπου η ψυχή κινάει
ταξίδι για τα σύννεφα,
ταξίδι για το χώμα,


το τελευταίο σου οχυρό
σαν η καρδιά πονάει
ο πληγωμένος τόπος σου
που σε θυμάται ακόμα.


66

Σε κυβερνούσε ο καιρός, σε κατακτάει ο χρόνος,
μικρά σημάδια του χαμού βαραίνουν τα φτερά σου,
σε ένα ακόμα χάραμα θα ταξιδέψεις μόνος
σε έναν τόπο δανεικό που κλέβει τη χαρά σου.


Είχες τα όνειρα οδηγούς για μονοπάτια άλλα,
κρατώντας τα πατήματα που δεν αφήνουν ίχνη,
σε αστεριών πατώματα, σε οράματα μεγάλα,
μα αλλά γράφει η καρδιά κι άλλα η ζωή σου δείχνει.


Τώρα τα μάτια σου βροχές σκορπούν στα δειλινά σου,
σε γνώριμα περάσματα γυρνούν και ταξιδεύουν,
αλλάζεις τα μηνύματα στα άδεια πρωινά σου
με του καιρού τα βήματα και τώρα σε παιδεύουν.


Σε κυβερνούσε ο καιρός, σε κατακτάει ο χρόνος,
της συννεφιάς τα χρώματα, σαν πυρκαγιά σε ζώνουν,
σε ένα ακόμα χάραμα θα ταξιδέψεις μόνος
στα πληγωμένα σου φτερά που ακόμα σε σηκώνουν.


Σε κυβερνούσε ο καιρός, σε κατακτάει ο χρόνος,
μα κάποια ύστατη χαρά σαν έσχατο σημάδι,
σαν τελευταίο ξόδεμα προτού να μείνεις μόνος
θα γράφεται σαν άνοιξη στης χειμωνιάς το βράδυ.

67

Μέσα στα χρόνια τα πεζά,
μέσα σε νότες ξένες,
βρίσκω τα λόγια μου χαζά,
σε πίστες στολισμένες.


Μέσα στη ζάλη των ρυθμών
σιωπώ, δεν αντιλέγω,
σε μια γενιά των αριθμών
εγώ τι να γυρεύω.


Μέσα στη θλίψη του καιρού
παλιό μικρό γεράκι,
ψάχνω να βρω του καθαρού
του κόσμου το μεράκι.


Μεθώ τον πόνο με κρασί
και μια σπασμένη λέξη,
σ' ένα πανάκριβο νησί
όσο η ψυχή θ' αντέξει.


Μικρό βαπόρι είναι η ζωή,
χαμένοι εμείς στο αμπάρι,
μένει να αλλάξουμε ροή
ο χάρος πριν μας πάρει.


Μικρό βαπόρι είναι η ζωή,
και τα κουπιά έχουν ζόρι,
καιρός να βρούμε αναπνοή.
καιρός να βρούμε πλώρη.

68

Μέσα στη νιότη πάντα ψάχνω για το χρόνο,
σ' αυτή που σε 'φερε στους ώμους μου γεράκι
ξερνούν τις φλόγες τους της μέρας μου οι δράκοι
μέσα απ' τα έγκατα της γης που θα ματώνω.


Μες την ομίχλη, του καιρού μαργαριτάρι
πυκνά τα νέφη που σκεπάζουν μαύρα μάτια,
κρύβουνε δάκρυα της ψυχής τα μονοπάτια
και το μεγάλο της ζωής το αλφαβητάρι.


Τα καλοκαίρια τη ζωή μου θα αντιγράφω
πάνω σε φύλλα λεμονιάς, ροδιάς και δυόσμου,
τραγούδια ανθίζουν στα ραδιόφωνα του κόσμου
ξυπνώντας μνήμες απ' της μοίρας τους τον τάφο.


Οσμή χειμώνα, γειτονιάς, χιονιού και πάγου,
χορός του πλήθους, συντροφιές, ωδή στο τζάκι,
μακραίνει ο δρόμος ξαφνικά για την Ιθάκη,
βαθαίνει ο χρόνος προς το τέλος του πελάγου.


Μέσα στη νιότη μου θα ψάχνω για το νήμα
που παρακάτω στη ζωή θα μ' οδηγήσει,
ποτέ δεν με 'νοιαξε να βρω έστω μια λύση
που θα χαλά της αναρχίας μου το βήμα.


Οι μέρες μένουν τώρα μόνες, γερασμένες
κερνούν ιδρώτα, ουρανό μαζί με ψέμα,
μικρά χαμόγελα που πνίγονται στο ρέμα
καίνε τις νύχτες που ξημέρωσαν παρθένες.


Τα χρόνια φεύγουν, μα εμείς εδώ για πάντα,
πίσω από κάποια βαφτισμένη ανωνυμία,
συντονισμένοι σε καινούργια τρικυμία,
σε νέα δόνηση που κρύβει μια μπαλάντα.


Τα χρόνια φεύγουν, μα εμείς σε μια θητεία,
σε άγρια θάλασσα καράβια ξεχασμένα,
εγώ, εσύ και τόσοι άλλοι στα χαμένα,
ζωή σημαίνει πάντα νιότη και αλητεία.

69

Το ΑΛΦΑ γράφει την αλήθεια
χωρίς φραγμούς και καταδότες,
χαλάκι βρώμικο η συνήθεια,
το καθαρίζουν πάντα οι νότες.


Το ΒΗΤΑ τρέχει για βοήθεια
κατατρεγμένων και αλλήλων,
χωρίς κακούς και κακοήθεια
να ΄ναι η ζωή εχθρών και φίλων.


Το ΓΑΜΑ μοιάζει με τη γη μου
που ασφυκτιά και αναστενάζει
έχει έναν πόνο η οργή μου
την εποχή μου σαν κοιτάζει.


Το ΔΕΛΤΑ πέρασε σαν δάκρυ
που ξεχειλίζει και λυτρώνει,
δεν έχει ο πόνος ποτέ άκρη
δεν σταματά και δυναμώνει.


Μέσα στο ΈΨΙΛΟΝ η ελπίδα
κρύβεται κάπου, δεν μιλάει,
είναι μια άγνωστη πατρίδα,
κάπου στο μέλλον έχει πάει.


Ζωή στο ΖΗΤΑ που πλανιέται,
μέσα στα λάθη και μεθάει,
ξέρει πως μια φορά γεννιέται
και στην κραιπάλη της τα σπάει.


Πάμε στο ΗΤΑ των ηρώων
που δεν αντέχουνε την ήττα,
από τον Έκτωρα των Τρώων
μέχρι στρατιώτη του πενήντα.


Το ΘΗΤΑ μοιάζει με τη θλίψη
που έχει κάτσει σαν τη σκόνη
σε κατεβάζει απ' τα ύψη
μα όταν τη διώξεις σε σηκώνει.


Το ΙΩΤΑ μοιάζει με ιέρεια,
τα μάτια κλείνει και θυμάται
ουρλιάζει με υψωμένα χέρια
μα να μιλήσει πια φοβάται.


Το ΚΑΠΠΑ κόκκινο σαν αίμα
τη γη ξανά θα πλημμυρίσει,
ο κόσμος όλος ένα ψέμα
μέχρι η αλήθεια να γυρίσει.


Το ΛΑΜΔΑ υπάρχει σε μια λάμψη
που κάνει το σκοτάδι μέρα,
την αγωνία μου θα κάμψει
πετώντας πάνω στον αέρα.


Το ΜΙ του μαύρου γοητεία,
σαν ένα μπλουζ που αργοκλαίει,
όλη η ζωή σε μια θητεία,
καράβι χάρτινο που πλέει.


Το ΝΙ νησί που με έχει ζώσει
σαν μια τεράστια μαύρη αράχνη,
μέσα στο χώμα θα με χώσει
σαν πάψει η ελπίδα να με ψάχνει.


Το ΞΙ φαντάζει με έναν ξένο
που ψάχνει τόπο για να μείνει,
μα εγώ από χρόνια περιμένω
σαν μετανάστης την ειρήνη.


Το ΟΜΙΚΡΟΝ σ' όνειρο πετάει,
ένα παιδί μετράει τ' άστρα,
αλήτης νυχτοπερπατάει
στα μαγεμένα του τα κάστρα.


Το ΠΙ σαν πέτρα σκαλισμένη
μνημείο πανάρχαιο στη φύση,
σε οικεία πατρίδα αφημένη,
κάτω απ' του ήλιου το μεθύσι.


Το ΡΟ σαν ρήμα προδωμένο
γυρεύει τρόπο να αποδράσει,
μένει στην άκρη ξεχασμένο
και περιμένει για να δράσει.


Στιγμή στο ΣΙΓΜΑ ψάχνω τώρα
το παρελθόν να αποτινάξω,
να ζήσω ελεύθερος σε χώρα
που να αγαπάω δεν θα πάψω.


Μέσα στο ΤΑΥ κοιτώ το τέλος
στην ανυπόφορη μιζέρια,
της καταχνιάς σπασμένο βέλος
βορρά στα νέα καλοκαίρια.


ΥΨΙΛΟΝ γράμμα που υψώνει
σε μια γροθιά τεράστιο χέρι,
ύψιστη αλήθεια ξεσηκώνει
και το οπλίζει με μαχαίρι.


Φωτιά στο ΦΙ θα 'βγει μεγάλη
μέσα από ηφαίστειο, από κρατήρα,
στον ουρανό ψηλά προβάλλει
σαν σε γιγάντιο αναπτήρα.


Στο ΧΙ ο χρόνος έχει αρχίσει
να κάνει αντίστροφη πορεία,
δεν σταματά σε αυτή την κρίση
δεν ξεπουλά την ιστορία.


Το ΨΙ σαν ψέμα θα περάσει,
λοιώνει σαν πάγος και σαν χιόνι,
το παλιό έτος θα γεράσει
και το καινούργιο ξημερώνει.


ΩΜΕΓΑ τελευταίο γράμμα
μέχρι να φύγει αυτό το βράδυ,
ζωή με αλφάβητο αντάμα
να καθαρίσει το σκοτάδι.

70

Πάνω σε στίχους που με θέλουν ζωντανό
πλανιέται απόψε περασμένη μελωδία,
αυτά τα λόγια τώρα γράφω σε πανό,
τα τραγουδώ με τα παιδιά σε χορωδία.


Τρέχουν οι λέξεις σαν νερά απ' τις πηγές
και καθρεπτίζουν των ματιών το άδειο βλέμμα,
λόγια βοτάνια που γιατρεύουν τις πληγές,
γραφές των τοίχων με μελάνι και με αίμα.


Ζεστά τραγούδια με μια λάβα μαγική,
θρεμμένες νότες μολυβιάς υγρού αιθέρα,
ορμή των λόγων με φωνή προφορική,
πείνα και δίψα για το φως και τον αέρα.


Πάνω σε στίχους που με θέλουν ζωντανό
θα πλέξω απόψε λησμονιάς υγρό σκοτάδι,
και το τραγούδι τώρα μοιάζει με φανό
που φέγγει μες της μοναξιάς μου το πηγάδι.


Τρέχουν οι λέξεις σαν παράξενα πουλιά
μέσα σε κήπους των σκιών και των χρωμάτων,
κελαηδούν πάντα με μια αλλιώτικη λαλιά
καημούς βγαλμένους απ' τη χώρα των θαυμάτων.


Ζεστά τραγούδια με μια δύναμη παλιά,
ξυπνούν τα όνειρα που μείναν ξεχασμένα,
μες το χειμώνα ανθισμένη μυγδαλιά,
μες το σκοτάδι κάποια φώτα αναμμένα.


Πάνω σε στίχους που με θέλουν ζωντανό
θα γράψω απόψε μια καινούργια μελωδία,
νέα σελίδα, σε άλλο χρόνο αληθινό
γυρνώ, μα θα 'ναι μια ακόμα παρωδία.


Πάνω σε στίχους που με θέλουν ζωντανό
μικρό τραγούδι αλλοτινό θα ψιθυρίζω,
μικρό πετράδι σε άδειο κόσμο και φθηνό,
κόντρα σε μέλλον που μεθώ και το χαρίζω.

71
Σε αυτούς που αυτοπροβάλλονται σημαντικοί, σπουδαίοι,
εγώ θα λέω πάντοτε πως είμαι ένας αλήτης,
μες τα στημένα οράματα το όνειρο δεν ρέει
και 'γω ασύμμετρος, τρελός, του κόσμου μου πολίτης.

Σε αυτούς που αναγορεύονται ηγέτες και σωτήρες
θα μπαίνω στα ρουθούνια τους σαν μύγα με μανία,
της εξουσίας τα νερά ορέγονται οι μνηστήρες,
μα εγώ σαν τσούχτρα θα χτυπώ και σαν παλιά ερινύα.

Σε αυτούς που θα ξοδεύονται σε επίχρυσα σαλόνια
πατώντας κόκκινα χαλιά υμνώντας το θεό τους,
σαν τους αρχαίους δαίμονες, σαν βιβλικά τελώνια,
θα ρίχνομαι με σαιτιά στο σάπιο θυρεό τους.

Σε αυτούς που θα σερβίρουνε το ψέμα τους για πόνο,
με κροκοδείλια βλέφαρα που στάζουν σάπιο δάκρυ,
σαν κεραυνός θα ρίχνομαι χαμογελώντας μόνο
και αυτοί σαν μαύρα απόβλητα θα σέρνονται στην άκρη.

Και αυτοί που τώρα βρίσκονται στα βάθη του καιρού τους,
κρατούν βουβό τον πόνο τους σε δακρυσμένα μάτια,
πριν απ' το τέλος του πικρού και άχαρου χορού τους,
ας ξεκλειδώσουν κωδικούς και γι' άλλα μονοπάτια.

Και αυτοί που τώρα βρίσκονται στα βάθη του καιρού τους,
σε ένα φεγγάρι ασήμαντοι στων αστεριών το κλάμα,
πριν απ' το τέλος του χλωμού, του έσχατου χορού τους,
θα ψάχνουν αλλού τ' όνειρο κι αλλού θα βρίσκουν θάμα.

72

Στης ανάγκης μου την πύλη
θα σε βρίσκω ως το πρωί,
σε αγκαλιάζω σαν Βαστίλη,
σε μετρώ σαν τη ζωή.


Με ξυπνάς με καφείνη,
σε ανασαίνω με καπνό,
σε μια εύθραυστη ειρήνη
να σε φτάσω ξεκινώ.


Στης ανάγκης μου το ρίσκο
σε εγκλωβίζω σε ιστό,
σε μια νιότη θα σε βρίσκω,
σε παράδεισο κλειστό.


Οι ζωές μας δίχως τάξη
στων ερώτων τη σκιά,
σε κρατάω κι είμαι εντάξει,
σ' αγαπώ για γιατρειά.


Στης ανάγκης μου τα φώτα
θα σε βρίσκω όπως παλιά,
σε θυμάμαι σαν μια νότα
που μου πήρε τη μιλιά.


Με ξυπνάς με καφείνη,
σε ανασαίνω με φιλί,
σε μια μόνιμη ειρήνη
δεν ζητάω αναβολή.


Στης ανάγκης μου το τώρα
σου φωνάζω για να 'ρθεις,
μη φοβάσαι και προχώρα
σ' αγαπώ μη μ' αρνηθείς.


Οι ζωές μας δίχως τάξη
στων ερώτων τις ορμές,
σε αγαπάω και είμαι εντάξει
χωρίς άλλες αφορμές.


Οι ζωές μας δίχως τάξη,
δυο κορμιά σ' ένα κορμί,
έρωτες από μετάξι
φυλακίζουν τη στιγμή.

73

Καπνίζοντας το μαύρο από τις νύχτες,
σε όνειρα ταξίδια του θεού,
σπασμένα τα ρολόγια χωρίς δείκτες,
σαν μάτια δακρυσμένα γηραιού.


Μαζεύοντας το χώμα σε τασάκι,
χαρμάνι ποτισμένο με ρακί,
ποτίζω το νεκρό καλοκαιράκι
για ανάσταση καινούργια και ολική.


Οσμίζοντας το πράσινο της γης μου,
με πέτρινα ρουθούνια δανεικά,
φυτρώνουν τα φτερά της διαφυγής μου,
για πέρα από όρια ελληνικά.


Κρατάω μες τα χέρια μου το χρόνο,
πυξίδα σ' έναν κόσμο που πενθεί,
φωτιά και μια ρουκέτα καπνογόνο
σε γήπεδο για ματς που έχει χαθεί.


Χαρίζοντας τα λόγια στα σκοτάδια,
σε χάρτινα ταξίδια του χαμού,
το μόνο που ζητώ τώρα τα βράδια
τον ύπνο μου για ώρες λυτρωμού.


Χαρίζοντας τα λόγια στα σκοτάδια,
σε νύχτες που έχει αλλάξει ο καιρός,
το μόνο που ζητώ τώρα τα βράδια
αέρας να φυσήξει καθαρός.

74

Κρυμμένα όνειρα στολίζονται με θλίψη,
αλλάζουν χρώμα προς το μαύρο, προς το γκρίζο,
το πρόσωπό σου καθαρό και μου 'χει λείψει,
κάνω ευχή την περηφάνεια και δακρύζω.


Μεγάλα μάτια καθρεπτίζουν τη σελήνη,
σπάζουν τα τείχη που χωρίζουν και πληγώνουν,
προσφέρουν λόγο και ψυχή και μια γαλήνη,
ζητούν αγάπη σαν γελούν και σαν θυμώνουν.


Τα χρόνια τρέχουν σαν βαγόνια σ' ένα τρένο
και όταν φτάσουν κάποια μέρα προς τα πάνω,
φτερά να βγάλεις και να πεις ''δεν κατεβαίνω,
θα κλέβω μνήμες για να ζήσω παραπάνω''.


Κυλούν τα δάκρυα σε κατάλευκο ρυάκι,
για μια ζωή που ξεπουλήσαμε στο κύμα,
το περιστέρι τώρα μοιάζει με κοράκι,
ο δολοφόνος τώρα μοιάζει με το θύμα.


Κρυμμένα όνειρα στολίζονται με θλίψη
και ταξιδεύουν στη σιωπή που τα προσμένει,
το πρόσωπό σου καθαρό και μου 'χει λείψει,
να ξέρεις πάντα μια αγκαλιά σε περιμένει.


Τα χρόνια τρέχουν σαν βαγόνια σ' ένα τρένο
και σαν θα σμίξουν με δυο λόγια ξεχασμένα,
με μιαν ανάσα μια ελπίδα θα ανασταίνω
να σε κρατήσει σαν ανάμνηση για μένα.


Κυλούν τα δάκρυα σ' ένα χείμαρρο που τρέχει,
μοιάζουν με φύλλα φθινοπώρου που γερνάει,
για μέρες τώρα δεν σταμάτησε να βρέχει
και η νύχτα απόψε έχει πεισμώσει, δεν περνάει.


Τα χρόνια τρέχουν σαν βαγόνια σ' ένα τρένο
και όταν θα φτάσουν κάποια μέρα σε μιαν άκρη,
φτερά να βγάλεις και να πεις ''δεν κατεβαίνω,
μέχρι το αίμα να ενώσει με το δάκρυ''.

75

Είσαι καράβι ακίνητο με χρυσαφένια μνήμη
φορτώνεις σφαίρες γυάλινες για ονειρεμένο δέρας,
χωρίς πανιά, χωρίς κουπιά και με αδειανή την πρύμη,
σε κάποια θάλασσα που ζει στη μοναξιά της μέρας.


Οι άνεμοι σε μάζεψαν σε αυτό το μονοπάτι,
τα εμπόδια γίνονται βουνά που πρέπει να περάσεις,
μορφές προγόνων θα κυλούν σαν μια οφθαλμαπάτη
για να θυμίζουν τις στιγμές και τις μικρές οάσεις.


Η εποχή σου αλώθηκε απ' τις ορδές των λύκων,
τα όμορφά σου οράματα σε δόντια υπαλλήλων,
κατάντησαν κατάστιχα σε αυτιά δουλοπαροίκων,
οι ελπίδες μεταλλάχτηκαν, γίναν ευχές αλλήλων.
.

Έξω από λόγια και γιορτές, μέσα στα σωθικά σου
τον πιο δικό σου θάνατο για χρόνια θα αντικρύζεις,
τα πιο θλιμμένα θαύματα που ήτανε δικά σου
θα σε ποτίζουν σαν βροχή και τότε θα δακρύζεις.


Ένα χαμόγελο σιωπής που αστράφτει σαν την πέτρα,
ρωγμή του βράχου σε πλαγιά, σαν μια πληγή που στάζει,
σαν οδοιπόρος σύντροφος τη μοναξιά σου μέτρα
και φτιάξε νέο όνειρο όσο η καρδιά προστάζει.


Είσαι καράβι ακίνητο που με σκοτάδι σμίγει
σαν ένα άστρο που έπεσε σε θάλασσα του νότου,
ρητορικό παράπονο την αγκαλιά σου ανοίγει
και πλέκει λόγια προσευχές για επιστροφή του ασώτου.


Ένα καράβι ακίνητο με την ψυχή σου σμίγει,
θα χάνεται σαν όνειρο, θα γράφει το όνομά σου,
με τη ζωή σου ενώνεται, την αγκαλιά σου ανοίγει
για να δεχτείς το άπειρο με κάθε άγγιγμά σου.

Σελίδες: 1 2 [3] 4 5 6 ... 10