Εγώ όμως τ’ αγαπώ πολύ, αίμα η καρδιά μου στάζει,
όταν το βλέπω ο δρόμος του, στο πουθενά δεν βγάζει.
Το βλέπω πως δεν νοιάζεται, ακόμα δεν κρυώνει,
όμως χειμώνας έρχεται, με κρύο και με χιόνι.
Νομίζει είναι εύκολο, και έχει την ελπίδα,
να προσπαθήσει μη βραχεί, μέσα στη καταιγίδα.
Πως να μπορέσω να του πω, πως έρχονται τα χιόνια
και πως περνάνε γρήγορα, οι μέρες και τα χρόνια.
Πως να μπορέσω να του πω, στη ζεστασιά να τρέξει,
ο τρυφερός του ο βλαστός, την παγωνιά ν’ αντέξει.
Φίλοι μου λένε θα το δεις, με τον καιρό θ’ αλλάξει,
καινούργια ροδοπέταλα, τ’ αγκάθια θα πετάξει.
Άλλοι μου λένε θα το δεις, με τον καιρό που μπαίνει,
από το δρόμο το στενό, σιγά σιγά θα βγαίνει.
Όλοι τα τριαντάφυλλα, μονάχα τα ποτίζουν
κι’ εκείνα δίνουν τη χαρά και άρωμα σκορπίζουν.
Μα στο δικό μου το μικρό, χρυσάφι έχω δώσει
κι’ αυτό αντί για ευχαριστώ, θέλει να με πληγώσει.
Κουράστηκα να τ’ αγαπώ, συχνά να το ποτίζω
και να του βάζω λίπασμα, νέκταρ να το ταΐζω.
Πολλές φορές το σκέφτομαι, μη το ξαναποτίσω,
να μη του ρίξω λίπασμα, ούτε να το σκαλίσω.
Μα μαραμένο σαν το δω, πάλι με μιας θα τρέξω,
να πάρω πάλι το νερό, τα άνθη του να βρέξω.
Ήθελα να το έβλεπα, ολόκληρο ανθισμένο,
μ’ άλλο μαζί τριαντάφυλλο, ζευγάρι αγαπημένο.
Ζηλεύω άλλους που έχουνε, ρόδα ανθισμένα,
τα χρόνια που κουράστηκαν, είναι πια ξεχασμένα.
Γιατί μεγάλωσαν πολύ, τα ρόδα τους τα άσπρα
και κορφοπούλια βγάλανε και γέμισε η γλάστρα.
Κάθομαι συλλογίζομαι, όταν θα χειμωνιάσει,
ποιος θα σκεφτεί το ρόδο μου, ποιος θα το προφυλάξει.
Να είχα θεέ μου δύναμη, τη νύχτα να φωτίσω,
δρόμο χωρίς κακοτοπιές, στο ρόδο μου ν’ αφήσω.
Να είχα θεέ μου δύναμη, πριν πέσει να προλάβω,
στον δρόμο τον ανώμαλο, στηρίγματα να βάλω.
Έτσι το θέλησε η ζωή, να βρίσκομαι μακριά του
και τρόπο δεν μπορώ να βρω, να γίνω η σκιά του.
Τώρα που είναι μακριά, στη σκέψη μου το φέρνω,
στα όνειρά μου του μιλώ, να είναι ευτυχισμένο.
Στα όνειρα μου του μιλώ, του λέω να προσέχει,
μέσα στα ροδοπέταλα, την Παναγιά να έχει.