Το σπίτι πάγωσε και είναι σκοτεινό
Σιωπή απέραντη το έχει κατακλύσει
Ένα δωμάτιο γεμάτο κι αδειανό
Με χίλια όνειρα που έχουν παραλύσει
Σε κάθε θόρυβο ζητάω μια φωνή
Φωνάζω, μάταια, στο σπίτι και προσμένω
Η μοναξιά μου όμως πάντα διαφωνεί
Κλείνει το στόμα μου μονάχος για να μένω
Το σπίτι θόλωσε και μοιάζει χθεσινό
Νοιώθω σιγά-σιγά επάνω μου να πέφτει
Ανοίγω πόρτες κι αντικρίζω το κενό
Μαδούν οι ώρες τη καρδιά μου ξέφτι-ξέφτι
Κάθε μου βράδυ ψάχνω για να σκεπαστώ
Κι όσο κουρνιάζω τόσο πιο πολύ το κρύο
Δεν βρίσκω ζέστη όσο και να τη ζητώ
Φταίει που είναι το κρεβάτι μου για δύο
Το σπίτι θύμωσε και πια δε μου μιλά
Μονάχα λέει, όταν έρχομαι, πως φταίω
Κι όταν σηκώνω το κεφάλι μου ψηλά
Νομίζω χαίρεται που νοιώθει ότι κλαίω
Θέλω να φύγω από δω μέσα να χαθώ
Όσο κι αν ψάχνω όμως χάνεται ο δρόμος
Κι έτσι τα βράδια μένω μόνος να μεθώ
Κι είναι το δάκρυ μου του πόνου ταχυδρόμος
Το σπίτι πάλιωσε, μονάχο, ξαφνικά
Χάνει το χρώμα του και μοιάζει ρημαγμένο
Νοιώθω πως χάθηκαν τα τετραγωνικά
Και μ’ έχει κλείσει εδώ μέσα στριμωγμένο
Βλέπω ερείπια και μέσα μου απορώ
Μήπως δεν είναι έτσι όσα αντικρίζω
Κι όταν θυμάμαι ότι χάθηκες καιρό
«Είναι αλήθεια», μοναχός μου ψιθυρίζω