Και να που ήλθε ο καιρός,
που οι μέρες δεν αλλάζουν.
Που το μυαλό και η καρδιά,
χειρόφρενο έχουν βάλει.
Κι οι σκέψεις και τα όνειρα
δρόμους βατούς δεν έχουν.
Το Είναι μου φαντάζομαι
στη νύχτα τυλιγμένο,
μέσα σε έρημο βουνό
μόνο να περπατάει,
και γύρω του η παγωνιά
στην αγκαλιά να τό'χει.
Πόσο ν'αντέξει ένα πουλί
μεσ'το κλουβί κλεισμένο;
Πόσο ν'αντέξει ένα κλαδί
χωρίς νερό στις ρίζες;
Πόσο ν'αντέξει ο άνθρωπος
χωρίς να βλέπει ήλιο,
χωρίς να βλέπει ουρανό
κι ελπίδα να μην έχει;
Πόσο ν'αντέξω και εγώ
αντίγραφα να βλέπω,
τη μιά μετά την άλληνε
τις μέρες να κυλάνε,
χωρίς να έρχεται τίποτα,
χωρίς να φεύγει κάτι;