Να το μπορούσα.
Να το μπορούσα.
Με το αδιάντροπο μου έτσι θέλω, να σε γδύσω,
το αφιονισμένο μου φιλί να σου χαρίσω.
Να ακραγγίξω το αρχέγονο το μαγικό λυχνάρι,
να ψηλαφίσω του ονείρου μου το άληστο φεγγάρι.
Ταριχευμένες πρακτικές να αναπλάσω μ’ αλχημεία,
να συσκευάσω δυο αγκαλιές μεθυστικές, σε μία.
Να αλωθώ, σε μια ολοπόρφυρη του ιλίγγου μου ουσία,
αναστενάρης στην ατέλειωτη του πόθου μου πυροβασία.
Του Αρκάδιου να αντιγράψω τις σκιτσοσυγκρούσεις,
τους άλλους, τους ζωώδεις μου αλαλαγμούς ν’ ακούσεις.
Στ’ απόκρυφα περάσματα να ρίξω τα φουρνέλα,
την πρόστυχη αλλοπαρμένη μου να νιώσεις τρέλα.
Ένας επαίτης τραγοπόδαρος ψευτοθεός σε κάνει κέφι,
τους θεμιτούς του έρωτα κανόνες αντιστρέφει.
Στριφτό χαρμάνι απ’ τα σκέρτσα σου να νιώσει,
τα απροσπέλαστα σου όχι τα περίεργα ν’ αλώσει.
Οι στεναγμοί σου άκρατοι, αλαφιασμένοι,
από τ’ αλλόκοτα, τα ερωτικά μου χάδια τρελαμένη.
Στο βαθυκόκκινο πρωτόγονα, αντάρτικα παιχνίδια,
από τα χείλη μου στο σώμα σου αχόρταγα πλουμίδια.
Άξεστα λόγια σε μια πόρνη που δεν ξέρω,
της τράπουλας φιγούρα, ντάμα πλουμιστή,
σ’ ένα άπαιχτο μπεγλέρι όλα μου τα θέλω,
για εκείνη την αιώνια, την ψεύτικη μνηστή.