Ολημερίς κι ολονυχτίς
αγώνας ιδρωμένος,
για καταδικασμένους.
Πλημμυρισμένοι από κενό,
αλάθητοι, μοιραίοι,
τις χίμαιρες γυρεύουν.
Όλο να φτάσουν πιό ψηλά,
όλο να κατακτήσουν,
τα ξένα, τα δικά τους.
Ξοπίσω τους οι δουλικοί,
βουβοί,αγκομαχώντας,
τις εντολές προσμένουν.
Μην τους στερέψει ο Πακτωλός
κι αδειάσει το ''στομάχι'',
ως άδειασε η ψυχή τους.
Τριγύρω, η Φύση χαρωπή.
Τούτα δεν την αγγίζουν,
τα μαύρα,τα μικρά τους.
Οι μαργαρίτες οι λευκές,
ορθάνοιχτες,ανθούσες,
να χαίρονται που υπάρχουν.
Βλασταίνουν πράσινες καρδιές,
πολύχρωμα κεφάλια,
να βλέπουν οι ''χαμένοι''
και να θυμούνται πως μπορούν,
σαν τότε στα μικράτα,
να αγνίζονται με λίγα.